-
1 θεολογικη
-
2 θεολογική
-
3 θεολογικῇ
-
4 θεολογική
θεολογικόςtheological: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 философия
-и θ.φιλοσοφία•античная философия η αρχαία φιλοσοφία•
материалистическая философия υλιστική φιλοσοφία•
идеалистическая философия ιδεαλιστική φιλοσοφία.
|| θεωρητικές αρχές•философия математики η φιλοσοφία των μαθηματικών.
|| αφηρεμένη έννοια. || παλ. η μεσαία από τις τρεις τάξεις θεολογικής σχολής (ρητορική, φιλοσοφική, θεολογική). -
6 παράκειμαι
Aπαρεκέσκετο Od.14.521
:—used as [voice] Pass. to παρατίθημι, lie beside or before,ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Il.24.476
;ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od.21.416
, cf. Pherecr. 108.17, Telecl.1.7, etc.;ἡ παρακειμένη τροφή Arist.HA 599a25
: generally, to be at hand, available, ; to be adjacent, c. dat., PTeb.74.56 (ii B. C.): metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν the choice is before you, to fight or flee, Od.22.65;ἔρδειν.. ἀμηχανίη παράκειται Thgn.685
; ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς lie side by side, Pl. Phlb. 41d: freq. in part., Ἀΐδᾳ παρακείμενος lying at death's door, S. Ph. 861 (lyr.); παρκείμενον τέρας the present marvel, Pi.O.13.73; τὸ παρκείμενον the present, Id.N.3.75;ἱκανὰ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys. 1048
;τὰ π. ὕδατα PTeb.61
(b). 132 (ii B. C.); τὰ π., also, dishes on table, Amphis 30.6;κλίνην.. παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Diod.
Com.2.10; ἡ π. πύλη the nearest gate, Plb.7.16.5; ἐν μνήμῃ παρακείμενα things present in memory, Pl.Phlb. 19d; under discussion,λόγος Phld.Sign.16
; obvious, Id.Rh.1.3,6 S.; to be closely connected with, παράκεινται τῇ μαθηματικῇ θεωρίᾳ ἥ τε θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φυσική lamb.Comm.Math.28.b in legal phrases, to be attached or appended, of documents, BGU889.15 (ii A. D.); to be noted, scheduled, PTeb.27.7 (ii B. C.); to be preserved in a register or archive, PSI5.454.18 (iv A. D.), etc.3 metaph., lie prostrate, of absolute subjection,π. πρὸ προσώπου σου LXX Ju.3.3
.II in Gramm., etc.:1 to be laid down, mentioned in text-books,τὰ σημεῖα οὐ παράκειται Philum. Ven.29
; simply, to be cited, ἐκ τῶν Θεοφράστου Sch.Ar.Pl. 720.2 ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος ) the perfect tense, A.D.Synt.205.15.3 ἀντίφρασίς ἐστι λέξις.. διὰ τοῦ π. τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, as when the Furies are called Eumenides, Trypho Trop.2.15, cf. Ps.-Plu. Vit.Hom. 25.4 of words, to be joined by juxtaposition (not composition, cf.παράθεσις 1.2
), A.D.Synt.330.26, al.5 to be interpolated, Gal. 18(1).58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράκειμαι
-
7 φυσικός
A natural, produced or caused by nature, inborn, native, once in X.,Mem.3.9.1, not in Pl., freq. in Arist. (τὰ περὶ γένεσιν φ. Ph. 191a3
, al.), and later Prose; opp. διδακτός, X. l.c.; opp. νομικός (conventional), ; ἡ φ. χρῆσις, opp. ἡ παρὰ φύσιν, Ep.Rom.1.26; of style, natural, simple,ἀληθὲς καὶ φ. χρῶμα D.H.Th.42
; τὸ φ., opp. τὸ τεχνικόν, ib.34: φ. υἱός, = ὁ ἐκ πορνείας γεγονώς, opp. γνήσιος, Thom.Mag.p.362 R.;υἱὸς γνήσιος καὶ φ. PLips.28.18
(iv A. D.). Adv. - κῶς by nature, naturally, κινητόν, κινεῖσθαι, Arist.Ph. 201a24, Cael. 307b32;ὠχυρωμένη φ. λίμνῃ D.S.20.55
;ἀκατασκεύως καὶ φ. Plb.6.4.7
, etc.2 belonging to growth, Stoic.2.205, al.3 φ. ὀδόντες milk-teeth, Nicom. ap. Theol.Ar.49.II of or concerning the order of external nature, natural, physical,ἡ φ. ἐπιστήμη Arist.PA 640a2
; φ. φιλοσοφία ib. 653a9;ἡ φ. Id.Metaph. 1026a6
, etc.; opp. μαθηματική, θεολογική, ib. 1064b2; τὰ φ. ib. 1026a4; οἱ φ. λόγοι f.l. for οἱ φυσιολόγοι, Id.EN 1154b7; φ. προτάσεις, opp. ἠθικαί, λογικαί, Id.Top. 105b21; τὸ φ., τὸ ἠθικόν, τὸ λογικόν, the three branches of philosophy, Zeno Stoic.1.15, etc., cf. S.E.P.2.13; τὰ πρῶτα καὶ -ώτατα the primal elements of things, Plu.2.395d.2ὁ φ.
an inquirer into nature, natural philosopher,Arist.
de An. 403a28, PA 641a21, Metaph. 1005a34;περὶ πασῶν [τῶν αἰτιῶν] εἰδέναι τοῦ φ. Id.Ph. 198a22
, cf. Metaph. 1026a5: esp. of the Ionic and other pre-Socratic philosophers, Id.Ph. 184b17, 187a12, 205a5, al.: also ὁ φ., of Epicurus, Phylarch. 24J.; ὁ φυσικώτατος, of Thales, Luc.Ner.4.b army surgeon, dub. in IG12.950.153.3 ἡ φ. ἀκρόασις, title of a treatise by Arist.; τὰ φυσικά, a name given to his physical treatises, Id.Ph. 267b21, Metaph. 1042b8;ἐπιτομὴ φυσικῶν Id.Pr. 10t
it.4 Adv.- κῶς
according to the laws of nature,Id.
Ph. 198a23; opp. λογικῶς, ib. 204b10: [comp] Comp.- ώτερον εἰπεῖν Id.GC 335b25
.III later, belonging to occult laws of nature, magical, φ. φάρμακα spells or amulets, Alex. Trall.1.15;φυσικοῖς χρῆσθαι Gp.2.18.8
; φ. θεραπεία ib.2.42.3; φ. δακτύλιοι Sch.Ar.Pl. 884. Adv.- κῶς Gp.9.1.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυσικός
-
8 ἀντίληψις
II (from [voice] Med.) laying hold of in turn, reciprocation, Democr. ap. Arist.Fr. 208; of cultivated plants, giving a return, Thphr.CP3.6.6; of a vine laying hold by its tendrils, ib.2.18.2.2 = ἀντιλαβή, hold, support, X.Eq.5.7; of a bandage, Hp.Off.9;ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν D.S.1.30
; ἀ. διδόναι τινί give one a handle, Plu.2.966e;ἀ. παρέχειν Luc.Anach.2
.3 defence, succour, UPZ42.38(ii B.C.), PAmh.35.58 (ii B.C.), BGU1187.27 (i B.C.), LXXPs.21(22).20,al., 1 Ep.Cor.12.28, Iamb.Myst.7.3.5 objection, Pl.Phd. 87a, Sph. 241b, Hp.Ma. 287a, Plu.Alex. 18, Iamb.Myst.1.1, al.: in forensic oratory, plea of justification, Hermog.Stat.2, al., Syrian.in Hermog. 2p.79R.; discussion,θεολογικὴ ἀ. Iamb.Myst.1.8
.6 grasping with the mind, apprehension, Epicur.Fr. 250, Stoic.2.206, Diog.Oen.4;φυσικὴν -ψιν ποιεῖσθαί τινος D.S.3.15
; οὐκ ἐπιστρέφει τὴν ἀ. does not attract the attention, [Longin.] Rh.p.190H.; of sensuous perception, Stoic.2.230, Ti.Locr. 100b, Anon.in Tht.59.48, Phld.Herc.1003, Alex Aphr.in Top.91.5;ποιοτήτων Plu.2.625b
, cf. Metrod.1.7 of disease, seizure, attack,τῶν ἀκρωτηρίων Th.2.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίληψις
-
9 Metaphysics
subs.P, ἡ θεολογική (Arist.), ἡ πρώτη φιλοσοφία (Arist.).Philosophy: P. φιλοσοφία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Metaphysics
См. также в других словарях:
θεολογικῇ — θεολογικός theological fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολογική — θεολογικός theological fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταυρού Τιμίου Θεολογική Σχολή — θεολογική σχολή που ιδρύθηκε το 1855 στα χρόνια του πατριάρχη Ιεροσολύμων ΚύρΛλου B’ (1845 1872) στη μονή Σταυρού των Ιεροσολύμων. Η μονή, χτισμένη από τον Ιβηρα ηγεμόνα Τατιανό, έχει μεγάλη εκκλησία διακοσμημένη με ιβηρικές ενεπίγραφες… … Dictionary of Greek
πανενθεϊσμός — Θεολογική μεταφυσική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το παν βρίσκεται στη θεϊκή ενέργεια. Κατά τη θεωρία αυτή ο θεός και ο κόσμος δεν ταυτίζονται, όπως υποστηρίζει ο πανθεϊσμός, αλλά ο κόσμος περιέχεται στον θεό, χωρίς η θεία ουσία να εξαντλείται… … Dictionary of Greek
αζχαρισμός — Θεολογική σχολή του Ισλάμ, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της Αλ Άζχαρ, ο οποίος το 912 αποσπάστηκε από την πιο ουμανιστική σχολή των Μουταζιλιτών και υποστήριξε τις θέσεις του απόλυτου θεοκεντρισμού (κατά τον α., το θείο είναι αυτεξούσιο,… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… … Dictionary of Greek
θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… … Dictionary of Greek
Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η … Dictionary of Greek