Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θεολογική

См. также в других словарях:

  • θεολογικῇ — θεολογικός theological fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολογική — θεολογικός theological fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σταυρού Τιμίου Θεολογική Σχολή — θεολογική σχολή που ιδρύθηκε το 1855 στα χρόνια του πατριάρχη Ιεροσολύμων ΚύρΛλου B’ (1845 1872) στη μονή Σταυρού των Ιεροσολύμων. Η μονή, χτισμένη από τον Ιβηρα ηγεμόνα Τατιανό, έχει μεγάλη εκκλησία διακοσμημένη με ιβηρικές ενεπίγραφες… …   Dictionary of Greek

  • πανενθεϊσμός — Θεολογική μεταφυσική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το παν βρίσκεται στη θεϊκή ενέργεια. Κατά τη θεωρία αυτή ο θεός και ο κόσμος δεν ταυτίζονται, όπως υποστηρίζει ο πανθεϊσμός, αλλά ο κόσμος περιέχεται στον θεό, χωρίς η θεία ουσία να εξαντλείται… …   Dictionary of Greek

  • αζχαρισμός — Θεολογική σχολή του Ισλάμ, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της Αλ Άζχαρ, ο οποίος το 912 αποσπάστηκε από την πιο ουμανιστική σχολή των Μουταζιλιτών και υποστήριξε τις θέσεις του απόλυτου θεοκεντρισμού (κατά τον α., το θείο είναι αυτεξούσιο,… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»