-
1 θεοκολος
-
2 θεοκόλος
θεοκόλοςservant of a god: masc nom sg -
3 θεοκόλος
Grammatical information: m.Etymology: After βουκόλος innovated; beside it rarely θεο-πόλος, - έω (Pl. Lg. 909d, Phot., Suid.; cf. αἰ-πόλος). Solmsen Unt. 24 n. 1; on the meaning E. Kretschmer Glotta 18, 82f.Page in Frisk: 1,662Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεοκόλος
-
4 θεοκόλος
θεο-κόλος, ὁ,A = θεηκόλος, servant of a god, priest, SIG684.1 (Dyme, ii B.C.), 1021.3 (Olympia, i B.C.):—hence [suff] θεο-κολέω, serve as a priest,θ. Ἀσκλαπιῷ IG9(1).1066
([place name] Amphissa):—also [suff] θεο-κολεύω, ib.417 (Aetol.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοκόλος
-
5 θεήκολος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεήκολος
См. также в других словарях:
θεοκόλος — και θεηκόλος, ό (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος) … Dictionary of Greek
θεοκόλος — servant of a god masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοκολία — θεοκολία, ἡ (Α) [θεοκόλος] το αξίωμα ή το έργο τού θεοκόλου* … Dictionary of Greek
θεοκολεύω — (Α) [θεοκόλος] θεοκολώ* … Dictionary of Greek
θεοκολώ — θεοκολῶ, έω και θεοκολεύω (Α) [θεοκόλος] υπηρετώ τον θεό ως ιερέας … Dictionary of Greek