-
1 θεοκόλος
θεο-κόλος, ὁ,A = θεηκόλος, servant of a god, priest, SIG684.1 (Dyme, ii B.C.), 1021.3 (Olympia, i B.C.):—hence [suff] θεο-κολέω, serve as a priest,θ. Ἀσκλαπιῷ IG9(1).1066
([place name] Amphissa):—also [suff] θεο-κολεύω, ib.417 (Aetol.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοκόλος
-
2 θεοκολος
См. также в других словарях:
θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… … Dictionary of Greek