-
1 θεοπόλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοπόλος
-
2 θεοκόλος
Grammatical information: m.Etymology: After βουκόλος innovated; beside it rarely θεο-πόλος, - έω (Pl. Lg. 909d, Phot., Suid.; cf. αἰ-πόλος). Solmsen Unt. 24 n. 1; on the meaning E. Kretschmer Glotta 18, 82f.Page in Frisk: 1,662Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεοκόλος
См. также в других словарях:
θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… … Dictionary of Greek
ιροπόλος — ἱροπόλος, ό, ἡ (Α) επιγρ. ιερέας ή ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο * + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω»), πρβλ. αι πόλος, θεο πόλος] … Dictionary of Greek
μουσοπόλος — μουσοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός 2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοπόλος ο αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο πόλος, ονειρο πόλος] … Dictionary of Greek
θεοπρόσπολος — θεοπρόσπολος, ον (Α) ο θεοπρόσπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρόσ πολος «υπηρέτης» (< προς + πόλος < πέλομαι, πρβλ. αι πόλος, ονειρο πόλος)] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ωραιοπολώ — έω, Α (κατά το λεξ. Σούδα) συναναστρέφομαι νέους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + πολῶ (< πόλος < πέλω, ομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο πολῶ] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek