-
1 θαῦμα
Grammatical information: n.Meaning: `wonder, astonishment' (Il.).Compounds: As 1. member e. g. in θαυματο-ποιός `wonder-worker = juggler' (Pl., D.).Derivatives: θαυματός `wonderfull' (Hes. Sc. 165, h. Hom., Pi.) with θαυμάσιος `id.' (IA; Schwyzer 466), from where θαυμασιότης (Hp.); θαυματόεις `id.' (Man.); Θαύμας, - αντος (Hes.; Schwyzer 526, Chantraine Formation 269). Denomin. verbs: 1. θαυμαίνω `wonder, admire' (θ 108, h. Ven. 84) with Dor. Θωμάντας (Phleius); 2. θαυμάζω `id.' (Il.; on the formation Schwyzer 734) with θαυμαστής `admirer' and θαυμαστικός (Arist.), θαυμασμός `admiration' (hell.), θαύμακτρον prob. `money paid to see consurer's tricks' (Sophr. 120; cf. Chantraine 332); 3. θαυματίζομαι ἐκπλήττομαι H. - Θώμων (Boeot.); cf. γνῶμα: γνώμων a. o.; s. Bechtel Hist. Personennamen 214.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: θαῦμα belongs to the group of θάμβος, τέθηπα etc. with Pre-Greek labial\/F (Fur. 228-33); this also explains θῶμα with αυ\/ω, beside which through etymological notation in Hdt. also θῶυμα (Hoffmann Dial. 3, 366f.); from IE the variation cannot be explained. These verbal nouns go back on a verb for `see, observe', seen also in θέα `looking at' (s. v.), θεάομαι `behold'; θαῦμα. Thus Kuiper Gedenksch. Kretchmer (1956) 225, Fur. 236, 242 (who further compares Proto-Hatt. tāu̯u̯a `fear').Page in Frisk: 1,655-656Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θαῦμα
См. также в других словарях:
θειοποιώ — θειοποιῶ, έω (Α) θεοποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιώ (< θαυματο ποιός), λιθο ποιώ (< λιθο ποιός)] … Dictionary of Greek
ημεροποιός — ἡμεροποιός, όν (Α) αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθο ποιός, θαυματο ποιός] … Dictionary of Greek
θαλαμοποιός — θαλαμοποιός, όν (Α) 1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, θαυματο ποιός) … Dictionary of Greek
θανατοποιός — θανατοποιός, όν (AM) αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + ποιος (< ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιός, σκηνο ποιός] … Dictionary of Greek
ιστιοποιός — ὁ ναυτ. κατασκευαστής ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θαυματο ποιός, κεραμο ποιός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. maitre voilier. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
καθεκλοποιός — ο κατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών, καρεκλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέκλα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, θαυματο ποιός. Η λ., στον τ. καθεκλοποιοί, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
θεματοποιώ — θεματοποιῶ, έω (Α) σχηματίζω θέμα ή ρίζα, κάνω ένα θέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζωο ποιώ (< ζωοποιός), θαυματο ποιώ (< θαυματοποιός)] … Dictionary of Greek
πενθοποιώ — έω, Α επιφέρω θρήνο, προκαλώ οδυρμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. θαυματο ποιώ] … Dictionary of Greek