-
1 θανατικος
3угрожающий смертной казнью(ἐγκλήματα Diod.; δίκη Plut.)
θανατικέ κρίσις Plut. — смертный приговор -
2 θανατικός
-
3 θανατικός
θανατικόςdeadly: masc nom sg -
4 θανατικός
θανατικός, den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Prozess auf Tod u. Leben, Kriminalprozess -
5 θανατικός
-
6 θανατικός
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατικός
-
7 θανατικός
ölüm -
8 θανατικά
θανατικόςdeadly: neut nom /voc /acc plθανατικά̱, θανατικόςdeadly: fem nom /voc /acc dualθανατικά̱, θανατικόςdeadly: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 θανατικόν
θανατικόςdeadly: masc acc sgθανατικόςdeadly: neut nom /voc /acc sg -
10 θανατικοί
θανατικόςdeadly: masc nom /voc pl -
11 θανατικούς
θανατικόςdeadly: masc acc pl -
12 θανατική
θανατικόςdeadly: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 θανατικήν
θανατικόςdeadly: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 θανατικών
-
15 θανατικῶν
-
16 θανατική
-
17 θανατικῇ
-
18 θανατικής
-
19 θανατικῆς
-
20 θανατικαίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θανατικός — deadly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικός — ή, ό (AM θανατικός, ή, όν) [θάνατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο,… … Dictionary of Greek
θανατικός — ή, ό αυτός που έχει ως συνέπεια το θάνατο: Του επιβλήθηκε θανατική ποινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανατικά — θανατικός deadly neut nom/voc/acc pl θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc/acc dual θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικῶν — θανατικός deadly fem gen pl θανατικός deadly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικόν — θανατικός deadly masc acc sg θανατικός deadly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικαῖς — θανατικός deadly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοῖς — θανατικός deadly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοί — θανατικός deadly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοῦ — θανατικός deadly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικούς — θανατικός deadly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)