-
1 θαμέες
θαμέες, θαμειαί ( θάμα), dat. θαμέσι, θαμειαῖς, acc. θαμέας: frequent, thick; σταυροὶ πυκνοὶ καὶ θαμέες, ‘thick set and numerous,’ Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θαμέες
-
2 θαμέες
θαμέεςcrowded: masc nom pl (epic ionic) -
3 θαμέες
Aθαμύς A.D.Adv.153.4
): fem.nom.and acc. θαμειαί, -άς (oxyt., Aristarch. ap. Hdn.Gr.2.22):—poet.Adj. used only in pl., crowded, close-set,ὀδὀντες.. ὑὸς θαμέες ἔχον Il.10.264
; ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θ. Od.12.92;θαμέες γὰρ ἄκοντες.. ἀΐσσουσι Il.11.552
, 17.661;ἴκρια.. ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι Od.5.252
; πυραί, λίθοι θ., Il.1.52, 12.287; frequent, , Al. 581 (in [comp] Comp. θαμειότερος): [comp] Comp.θαμύντερος Hsch.
Adv. θαμέως,= θαμά, Alc.Supp.25.5 (dub.), Hp.Superf.25, Max.600. -
4 θαμειαί
θαμέεςcrowded: fem nom plθαμέεςcrowded: fem nom /voc pl -
5 θαμέα
θαμέεςcrowded: neut acc pl (epic ionic)θαμέεςcrowded: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
6 θαμειαί
θαμέες, θαμειαί ( θάμα), dat. θαμέσι, θαμειαῖς, acc. θαμέας: frequent, thick; σταυροὶ πυκνοὶ καὶ θαμέες, ‘thick set and numerous,’ Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θαμειαί
-
7 θαμέας
θαμέεςcrowded: masc acc pl (epic ionic) -
8 θαμέεσσι
θαμέεςcrowded: masc /neut dat pl (epic aeolic) -
9 θαμέεσσιν
θαμέεςcrowded: masc /neut dat pl (epic aeolic) -
10 θαμέσι
θαμέεςcrowded: masc /neut dat pl -
11 θαμά
θαμέεςcrowded: neut acc pl (doric aeolic)θαμέεςcrowded: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
12 θαμᾶ
θαμέεςcrowded: neut acc pl (doric aeolic)θαμέεςcrowded: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
13 θαμειαίς
-
14 θαμειαῖς
-
15 θαμειάς
θαμειά̱ς, θαμέεςcrowded: fem acc pl -
16 θαμά
-
17 θάμνος
A bush, shrub,καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Il.22.191
;θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ 17.677
; θάμνοις ἐν πυκινοῖσι in the thick copse, Od.5.471;θ. δρυός Pi.Pae.4.52
; θ. ἐλαίης a bushy olive, Od.23.190, cf. Archil.6.1, A.Ag. 1316, E.Ba. 722, S.El.55, Ar. Pax 1298 (hex.), Pl.R. 432b, etc.;θ. τὸ ἀπὸ ῥίζης πολύκλαδον Thphr. HP1.3.1
. -
18 θαμύς
-
19 θαμά
Grammatical information: adv.Meaning: `often' (Il.)Derivatives: θαμάκις (: πολλάκις) `id.' (Pi.). θαμινά `id.' (Pi., Hp.), adj. θαμινός `crowded, close-set' (Call.; cf. πυκινά, - ινός) with θαμινάκις (Hp.); also θαμεινός, after αἰπεινός (h. Merc. 44; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 119 n.2 = Kl. Schr. 2, 1176 n. 2).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Beside θαμά (accent after πολλά, Wackernagel Akz. 34 = Kl. Schr. 2, 1103) stands the u-stem *θαμύς ( τάχα: ταχύς) in θαμέες pl. `close-set, crowded', f. θαμειαί (Hom.; accent, Schwyzer 385); cf. also Θαμυ-κλῆς PN (Bechtel Hist. Personennamen 197). Comp. θαμύντεραι πυκνότεραι H. (cf. ἰθύντατα). Here also θάμυρις H., prob. after πανήγυρις, with which H. glosses it; also as PN (Β 595, inscr.); cf. Bechtel Namenst. 25f.; further ὁδοὺς θαμυρούς τὰς λεωφόρους; θαμυρίζει ἁθροίζει, συνάγει H.; also intr. ( BCH 50, 401, Thespiae). - Denomin. of θαμά: θαμίζω `come frquently' (Il.; cf. Schwyzer 736). Beside θημ-ών, θωμ-ός (s. v.) one assumed θαμ-ά to be a reduced grade, which is impossible (from θη- in τί-θη-μι, but this had θε-, as in θέμεθλα, θέμις).Page in Frisk: 1,651Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θαμά
См. также в других словарях:
θαμέες — θαμέες, oἱ, θηλ. θαμειαί (Α) 1. συνωστισμένοι, στριμωγμένοι, πυκνοί («ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον», Ομ. Ιλ.) 2. συχνοί («θαμέες λυγμοί», Νίκ.). επίρρ... θαμέως (Α) συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίρρ. θαμά*, έχει υποτεθεί αμάρτ. τ.… … Dictionary of Greek
θαμέες — crowded masc nom pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμειαί — θαμέες crowded fem nom pl θαμέες crowded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμᾶ — θαμέες crowded neut acc pl (doric aeolic) θαμέες crowded neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμέα — θαμέες crowded neut acc pl (epic ionic) θαμέες crowded neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμειαῖς — θαμέες crowded fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμέας — θαμέες crowded masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμέεσσι — θαμέες crowded masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμέεσσιν — θαμέες crowded masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμέσι — θαμέες crowded masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek