-
1 συνάγει
συνάγωbring together: pres ind mp 2nd sgσυνάγωbring together: pres ind act 3rd sg -
2 ἀολλεῖ
ἀολλεῖ· συνάγει, Hsch. -
3 ἀπήκει
ἀπήκει· ἀπέχει, ἢ εἰς ὀξὺ συνάγει, Hsch. [full] ἀπηκολλύρισεν· ἐν τῷ παραβεβλῆσθαι ἀπέστροφε ([dialect] Lacon.), Id. -
4 θαμά
Grammatical information: adv.Meaning: `often' (Il.)Derivatives: θαμάκις (: πολλάκις) `id.' (Pi.). θαμινά `id.' (Pi., Hp.), adj. θαμινός `crowded, close-set' (Call.; cf. πυκινά, - ινός) with θαμινάκις (Hp.); also θαμεινός, after αἰπεινός (h. Merc. 44; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 119 n.2 = Kl. Schr. 2, 1176 n. 2).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Beside θαμά (accent after πολλά, Wackernagel Akz. 34 = Kl. Schr. 2, 1103) stands the u-stem *θαμύς ( τάχα: ταχύς) in θαμέες pl. `close-set, crowded', f. θαμειαί (Hom.; accent, Schwyzer 385); cf. also Θαμυ-κλῆς PN (Bechtel Hist. Personennamen 197). Comp. θαμύντεραι πυκνότεραι H. (cf. ἰθύντατα). Here also θάμυρις H., prob. after πανήγυρις, with which H. glosses it; also as PN (Β 595, inscr.); cf. Bechtel Namenst. 25f.; further ὁδοὺς θαμυρούς τὰς λεωφόρους; θαμυρίζει ἁθροίζει, συνάγει H.; also intr. ( BCH 50, 401, Thespiae). - Denomin. of θαμά: θαμίζω `come frquently' (Il.; cf. Schwyzer 736). Beside θημ-ών, θωμ-ός (s. v.) one assumed θαμ-ά to be a reduced grade, which is impossible (from θη- in τί-θη-μι, but this had θε-, as in θέμεθλα, θέμις).Page in Frisk: 1,651Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θαμά
-
5 σκορπίζω
σκορπίζω (fr. σκορπίος) fut. σκορπιῶ LXX; 1 aor. ἐσκόρπισα. Pass.: fut. 3 pl. σκορπισθήσονται Tob 14:4 BA; 1 aor. ἐσκορπίσθην; pf. ptc. ἐσκορπισμένος LXX.① to cause a group or gathering to go in various directions, scatter, disperse (Hecataeus Mil.: 1 Fgm. 366 Jac. [in Phryn. p. 218 Lob.]; Strabo 4, 4, 6; Ps.-Lucian, Asinus 32; Aelian, VH 13, 45; Jos., Ant. 16, 10; LXX; TestSol; TestAsh 7:6 v.l.; Tat. 30, 1) of a wolf τὰ πρόβατα σκορπίζει he chases the sheep in all directions J 10:12. Opp. συνάγειν (Artem. 1, 56 p. 52, 17 συνάγει τοὺς ἐσκορπισμένους τὸ ὄργανον; Tob 13:5 BA) ὁ μὴ συνάγων μετʼ ἐμοῦ σκορπίζει, prob. w. ref. to a flock rather than to a harvest Mt 12:30; Lk 11:23 (in Astrampsychus 40 Dec. 83, 8 and Cat. Cod. Astr. II 162, 7 σκ.=‘squander, waste’.—On the idea s. Polyaenus 8, 23, 27: Καῖσαρ Πομπηί̈ου κηρύξαντος ἔχθραν καὶ τοῖς μηδετέρῳ προστιθεμένοις ἀντεκήρυξε καὶ φίλους ἡγήσεσθαι κατʼ ἴσον τοῖς ἑαυτῷ συμμαχήσασιν ‘when Pompey declared hostility, Caesar in turn proclaimed to those who did not choose sides that he equated friends with those who joined forces with himself’. In Lat. in Cicero: AFridrichsen, ZNW 13, 1012, 273–80. Caesar’s point of view resembles that of Mk 9:40=Lk 9:50). Pass. (Plut., Timol. 4, 2; Philo; Jos., Ant. 6, 116; 1 Macc 6:54 ἐσκορπίσθησαν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ) be scattered ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια J 16:32.② to distribute in various directions, scatter abroad, distribute (PLond I, 131, 421 p. 182 [I A.D.] of spreading fertilizer over an entire field; PFlor 175, 22 τὰ καμήλια ἐσκορπίσαμεν=‘we have distributed the camels in various places’; Jos., Ant. 16, 10) of God ἐσκόρπισεν, ἔδωκεν τοῖς πένησιν 2 Cor 9:9 (Ps 111:9).—DELG s.v. σκορπίος. M-M. TW.
См. также в других словарях:
συνάγει — συνάγω bring together pres ind mp 2nd sg συνάγω bring together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heraclitus — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Herakleitos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
Heraklit — in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura, Vatikan Heraklit von Ephesos (griechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος Herákleitos ho … Deutsch Wikipedia
Heraklit von Ephesos — Heraklit in der Gestalt Michelangelos, Detailansicht aus Raphaels Die Schule von Athen (1510–1511), Fresko in der Stanza della Segnatura (Vatikan) Heraklit von Ephesos (griechisch … Deutsch Wikipedia
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
συναγωγεύς — έως, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει 2. συνωμότης αρχ. 1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
συναγωγός — όν, Α [συνάγω] 1. αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] μέλισσα», Φίλ.) 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («λόγος φιλίας συναγωγός», Δίων Χρυσ.) 3. αυτός που ζει μαζί με κάποιον 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ συναγωγός… … Dictionary of Greek
συνακτικός — ή, όν, ΜΑ [συνάγω] αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να συνάγει, να συγκεντρώνει («ἐναντίων καὶ οὐχ ὁμοίων συνακτικὰ καὶ ἑνωτικὰ ταῡτα», Θεολ. Αριθμ.) μσν. (για άμφια) κατάλληλος να φορεθεί σε σύναξη, στην τέλεση τής Θείας Ευχαριστίας… … Dictionary of Greek
τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… … Dictionary of Greek
τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… … Dictionary of Greek