-
1 θαμέες
Aθαμύς A.D.Adv.153.4
): fem.nom.and acc. θαμειαί, -άς (oxyt., Aristarch. ap. Hdn.Gr.2.22):—poet.Adj. used only in pl., crowded, close-set,ὀδὀντες.. ὑὸς θαμέες ἔχον Il.10.264
; ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θ. Od.12.92;θαμέες γὰρ ἄκοντες.. ἀΐσσουσι Il.11.552
, 17.661;ἴκρια.. ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι Od.5.252
; πυραί, λίθοι θ., Il.1.52, 12.287; frequent, , Al. 581 (in [comp] Comp. θαμειότερος): [comp] Comp.θαμύντερος Hsch.
Adv. θαμέως,= θαμά, Alc.Supp.25.5 (dub.), Hp.Superf.25, Max.600.
См. также в других словарях:
θαμέες — θαμέες, oἱ, θηλ. θαμειαί (Α) 1. συνωστισμένοι, στριμωγμένοι, πυκνοί («ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον», Ομ. Ιλ.) 2. συχνοί («θαμέες λυγμοί», Νίκ.). επίρρ... θαμέως (Α) συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίρρ. θαμά*, έχει υποτεθεί αμάρτ. τ.… … Dictionary of Greek