-
1 θαλάσσωσις
θαλάσσωσις, ἡ, Meerüberschwemmung, Philo.
-
2 θαλάσσωσις
θαλάσσωσις, ἡ, Meerüberschwemmung
См. также в других словарях:
θαλάττωσις — θαλάσσωσις , θαλάσσωσις inundation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσωση — η (Α θαλάσσωσις) [θαλασσώνω] κατάκλυση παραθαλάσσιων εκτάσεων με θαλασσινό νερό νεοελλ. η καθέλκυση, η καταβύθιση στη θάλασσα … Dictionary of Greek
θαλαττώσεως — θαλασσώσεω̆ς , θαλάσσωσις inundation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)