-
1 θιγω
-
2 θίγω
μετ.1) трогать, прикасаться к...; δεν εθιξε κδν το φαγητό του он даже не притронулся к еде; 2) касаться, затрагивать;θίγω τό ζήτημα — касаться вопроса;
3) перен. задевать, оскорблять, обижать; уязвлять;θίγω την φιλοτιμία — или θίγω κάποιον στο φιλότιμο — задевать чьё-л. самолюбие;
κανένα δεν θίγω — никого не трогать;
θίγω τό αδύνατο σημείο — задевать больное место;
θίγω τα συμφέροντα τίνος — задевать чьй-л. интересы;
τον έθιξες ты задел, обидел его -
3 τιμή
η1) честь;ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;
λόγος τιμής — честное слово;
θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;
ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;
θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;
του έλαχε η τιμή — ему выпала
честь;2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);
στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;
κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;
αποδίδω τιμές — воздавать почести;
απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;
3) цена; стоимость; курс;σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;
αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;
χαμηλές τιμές — низкие цены;
τρέχουσα τιμή — существующая цена;
επίσημη τιμή — официальный курс;
σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;
χάνω την τιμή — обесцениваться;
πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;
πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;
φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;
§ 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;
προς τιμή — а) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);
τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)
-
4 φιλοτιμία
η1) самолюбие; чувство собственного достоинства; честь;ζήτημα φιλοτιμίας — вопрос чести;
2) усердие, рвение, старательность;§ την ανάγκη φιλοτιμία ποιοδμαι — или κάνω την ανάγκη φιλοτιμία — делать хорошую мину при плохой игре
-
5 φιλότιμο
τό1) самолюбие; амбиция (ирон.);θίγω το φιλότιμο κάποιου — задевать чьё-л. самолюбие;
2) совесть;δεν έχω φιλότιμο — быть бессовестным
-
6 χόρδα
χόρδή η1) струна;φωνητικές χόρδές — голосовые связки;
νωτιαία χόρδή — спинной мозг;
2) тетива;§ ευαίσθητη χόρδή — слабая струнка;
θίγω την ευαίσθητη χόρδη κάποιου — задевать чьё-л. самолюбие
См. также в других словарях:
θίγω — θίγω, έθιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θίγω — έθιξα, θίχτηκα, θιγμένος 1. εγγίζω, βάζω χέρι κάπου: Ο διαρρήκτης δεν έθιξε τα κοσμήματα. 2. προσεγγίζω, πλησιάζω: Αυτό θίγει τα όρια της βλακείας. 3. γεύομαι, δοκιμάζω: Ο άρρωστος δεν έθιξε τίποτε από όσα του έφεραν να φάει. 4. προσβάλλω: Τι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek
θίγω — θιγγάνω touch aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπροπηλακίζω — Μ προπηλακίζω επίσης, θίγω κάποιον κατά τον ίδιο τρόπο όπως και κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προπηλακίζω «θίγω, επιρρίπτω κατηγορία»] … Dictionary of Greek
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
αγγιάζω — [αγγίζω] 1. αγγίζω 2. ενοχλώ, προσβάλλω, θίγω … Dictionary of Greek
αντιλαμβάνομαι — (AM ἀντιλαμβάνω κ. ομαι) 1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ 2. έχω ικανότητα αντιληπτική || ω μσν. διαδέχομαι αρχ. παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω ομαι αρχ. μσν. βοηθώ «άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον» αρχ. 1. κρατώ, πιάνω κάτι 2. κρατιέμαι,… … Dictionary of Greek
εναφάπτω — ἐναφάπτω και ιων. τ. ἐνάπτω (Α) 1. αγγίζω ελαφρά, θίγω 2. δένω, προσδένω, προσαρτώ σε κάτι … Dictionary of Greek
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
επηρεάζω — (AM ἐπηρεάζω) ασκώ βλαβερή επίδραση νεοελλ. 1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα») 2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του») αρχ. μσν. 1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ… … Dictionary of Greek