-
41 κοπροθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπροθήκη
-
42 κρεοθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοθήκη
-
43 Κρονοθήκη
Κρονο-θήκη, ἡ,A receptacle for old follies, ib.1054.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κρονοθήκη
-
44 κυμινοδόκον
κῠμῑνο-δόκον, τό,A box for cummin, spice-box, placed on the table like a salt-cellar, Nicoch.2:—also [suff] κῠμῑνο-δόκη, ἡ, Apollod.Gel.2; [suff] κῠμῑνο-δόχη, ἡ, Poll.10.93; [suff] κῠμῑνο-θήκη, ἡ, Demioprat.ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυμινοδόκον
-
45 λαχανοθήκη
λᾰχᾰνο-θήκη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανοθήκη
-
46 λιβανοθήκη
λῐβᾰνο-θήκη, ἡ,A incensebox, Poxy.978 (iii A.D.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιβανοθήκη
-
47 λοφίς
λοφ-ίς· περικεφαλαίας θήκη, Id. -
48 μαχαιροθήκη
μᾰχαιρο-θήκη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιροθήκη
-
49 μύκη
-
50 μυροθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυροθήκη
-
51 νεκροθήκη
νεκρο-θήκη, ἡ,A coffin or urn, E.Fr.472.17 (anap.); place for a coffin or urn, prob. in Rev.Bibl.39.532 (pl., Palmyra, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροθήκη
-
52 νομοθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομοθήκη
-
53 ξιφοθήκη
ξῐφο-θήκη, ἡ,A scabbard, Hsch., Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξιφοθήκη
-
54 ξυλοθήκη
ξῠλο-θήκη, ἡ,A wood-house, Moschioap. Ath.5.208a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοθήκη
-
55 ξυροθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυροθήκη
-
56 οἰνοθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνοθήκη
-
57 παραθήκη
παρα-θήκη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραθήκη
-
58 παρακαταθήκη
παρακατα-θήκη, ἡ,A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22
; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1;π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R. 442e
;π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16
, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN 1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh. 1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr. 372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους)ἔχεθ'.. παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177
;οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187
.2 of persons entrusted to guardians, ward,Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156
; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταθήκη
-
59 παρενθήκη
παρεν-θήκη, ἡ,A something put in beside, addition, τοιήνδε.. παρενθήκην ἐποιήσατο, of works undertaken in completion of others, Hdt.1.186 ; παρενθήκην ἔχρησε ἐς Μιλησίους delivered an oracle by way of parenthesis, Id.6.19 ; τοῦ λόγου π. ποιεέσκετο τήνδε, ὡς .. Id.7.5, cf. 171 ; ἑτέρας τοῦ πολέμου π. ἐποιεῖτο undertook other business in the intervals of the war, Plu.Pomp.41 ; π. ὄψου, = παροψώνημα, Poll.6.56 ; of a remedy interposed in a difficult situation, Lib.Or.59.95.II smaller wares taken as an addition to the cargo, opp. ἡ ἐμπορία, Plu.2.151e, cf. Poll.1.99, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρενθήκη
-
60 πεπλοθήκη
πεπλο-θήκη, ἡ,A wardrobe, IG22.1462.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεπλοθήκη
См. также в других словарях:
θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… … Dictionary of Greek
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») … Dictionary of Greek
θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκῶν — θήκη case fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκαις — θήκη case fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)