-
1 κυμινοδόκον
κῠμῑνο-δόκον, τό,A box for cummin, spice-box, placed on the table like a salt-cellar, Nicoch.2:—also [suff] κῠμῑνο-δόκη, ἡ, Apollod.Gel.2; [suff] κῠμῑνο-δόχη, ἡ, Poll.10.93; [suff] κῠμῑνο-θήκη, ἡ, Demioprat.ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυμινοδόκον
См. также в других словарях:
κυμινοδόκον — κυμινοδόκον, τὸ (Α) δοχείο που περιείχε κύμινο και τοποθετούνταν στο τραπέζι όπως η αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόκον (< δέχομαι), πρβλ. μελανο δόκον] … Dictionary of Greek