Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θάμεθα

См. также в других словарях:

  • θάμεθα — θά̱μεθα , θάομαι pres subj mp 1st pl (doric aeolic) θά̱μεθα , θάομαι pres ind mp 1st pl (doric aeolic) θά̱μεθα , θάομαι imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) θά̱μεθα , θάζω seated fut ind mid 1st pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάομαι — (Α) 1. εκπλήσσομαι, απορώ 2. ατενίζω, βλέπω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. τού θαέομαι* (πρβλ. θάμεθα, θάσθε, προστ. θάεο κ.λπ.), στους οποίους το θα < θᾱε(ο) και θᾱη με συναίρεση] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»