-
21 запускать
запускать Iнесов, разг1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:\запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·2. (засовывать) χώνω:\запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.запускать IIнесов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:\запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια). -
22 знать
зна||ть Iнесов1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:\знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:\знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:\знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες. -
23 лазить
лазитьнесов (взбираться) σκαρφαλώνω:\лазить по деревьям σκαρφαλώνω στά δέντρά ◊ \лазить по карманам κλέβω ἀπό τήν τσέπη, εἶμαι πορτοφολάς. -
24 наружный
нару́жн||ыйприл1. (внешний) ἐξωτερικός:\наружныйый карман ἐξωτερική τσέπη· \наружныйые стены ἐξωτερικοί τοίχοι· \наружныйое средство τό φάρμακο ἐξωτερικής χρήσεως·2. (показной) ἐπίπλαστος, φαινομενικός:\наружныйое спокойствие φαινομενική ήρε-μία. -
25 совать
соватьнесов βάζω, χώνω:\совать ру́ки в кармин βάζω τά χέρια στήν τσέπη μου· \совать вещи в чемода́н χώνω τά πράγματα στή βαλίτσα· ◊ \совать нос не в свой дела разг φυτρώνω ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν, χώνω παντοῦ τήν μύτη μου. -
26 толстый
толст||ыйприл χοντρός, χονδρός, παχύς:\толстыйая бумага (стена) τό χοντρό χαρτί (τοίχος)· \толстыйые ру́ки τά χοντρά χέρια· \толстыйая доска τό μαδέρι· \толстыйое стекло́ то I χοντρό γυαλί· ◊ \толстый карман ἡ μεγάλη τσέπη, τό μεγάλο πουγγί· \толстыйая кишка анат. τό παχύ ἐντερο. -
27 αντέχω
(αόρ. άνθεξα и άντεξα, αντέσχον) αμετ.1) выдержать; устоять;αντέχει ο τοίχος — стена крепка;
αντέχει το καρφί — гвоздь выдержит;
2):αντέχω σε ( — или εις) κάτι — устоять перед чём-л., выстоять; — не поддаться;
αντέχω στην επίθεση — выдержать атаку, устоять;
αντέχω στον πειρασμό — не поддаться соблазну;
3) быть выносливым, терпеливым, держаться спокойно;αντέχω τον πόνο — выдерживать боль;
αντέχω τό κρύο — легко переносить холод;
§ αντέχει η τσέπη μου (του) — это мне (ему) по карману
-
28 εξωτερικός
η, ό[ν]1) внешний, наружный;εξωτερική τσέπη;
наружный карман;εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;
εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;
εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;
εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;
τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;
εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;
2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;εξωτερική αγορά — внешний рынок;
εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;
εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;
υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;
3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;
4) перен. внешний, поверхностный;§ εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;
ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;
δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;
ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;
τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;
τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер
-
29 κουδουνίζω
κουδουνάω αμετ.1) звонить; 2) звенеть;κουδουν(ζουν τ' αυτιά μου — у меня звенит в ушах;
3) перен. звонить, распространять слухи, разглашать (что-л.);§ κουδουνίζει η τσέπη *ου — у него есть деньги в кармане; — у него водятся деньжата
-
30 χώνω
μετ.1) совать, всовывать, засовывать;τα χέρια μου στην τσέπη — совать руки в карман;2) вбивать, забивать; втыкать (в землю);3) закапывать, зарывать (в землю); засыпать (землёй); 4) закладывать, засовывать (в какое-л. место); заваливать (чём-л.); 5) прятать; 6) втыкать, вонзать (нож и т. п.); του 'χώσε το μαχαίρι он всадил ему нож;§ χώνω στη φυλακή — упрятать в тюрьму;
χώνω γκολ — забить гол;
παντού χώνει τη μύτη του — он всюду суёт свой нос;
1) — залезать, влезать, забираться (куда-л.);χώνομαι
χώνομαι στη λάσπη — влезать в грязь;
2) пролезать; втираться, затёсываться (прост.);3) втискиваться (куда-л.); 4) прятаться; χώθηκε στο πλήθος он затерялся в толпе; 5) соваться;χώνομαι στίς ξένες υποθέσεις — соваться в чужие дела;
§ χώνεται παντού — он всюду суёт свой нос;
χώθηκε στα χρέη ως το λαιμό он по уши в долгах -
31 ჯიბე
ტანისამოსთ კალთასა ზედა მიკერებული შტასადებელი, карман, τσέπη. -
32 at the expense of
1) (being paid for by; at the cost of: He equipped the expedition at his own expense; At the expense of his health he finally completed the work.) από την τσέπη μου,σε βάρος2) (making (a person) appear ridiculous: He told a joke at his wife's expense.) σε βάρος -
33 pocketful
noun (the amount contained by a pocket: a pocketful of coins.) (γεμάτη)τσέπη -
34 карман
[καρμάν] ουσ. α. τσέπη -
35 Tukey's pocket test
= Tukey's quick test; Tukey's q-testFrench\ \ test q de TukeyGerman\ \ Tukeyscher q-TestDutch\ \ zaktoets van Tukey; sneltoets van Tuckey; q-toets van TukeyItalian\ \ test rapido di Tukey; test q di TukeySpanish\ \ prueba q de TukeyCatalan\ \ prova q de Tukey; test q de TukeyPortuguese\ \ teste de bolso de Tukey; teste rápido de Tukey; teste q de TukeyRomanian\ \ testul q de TukeyDanish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ δοκιμασία Tukey τσέπη του; γρήγορη δοκιμασία Tukey του; q Tukey για τη δοκιμήFinnish\ \ Tukeyn pikatesti; Tukeyn q-testiHungarian\ \ Tukey-féle zseb próba; Tukey-féle gyors próba; Tukey-féle q-próbaTurkish\ \ Tukey cep sınaması; Tukey cep testi; Tukey çabuk sınaması; Tukey q-testiEstonian\ \ Tukey kiire test; Tukey q-testLithuanian\ \ Tukey kišeninis kriterijus; Tjukio kišeninis kriterijus; Tukey supaprastintass kriterijus; Tjukio supaprastintass kriterijus; Tukey q kriterijus; Tjukio q kriterijusSlovenian\ \ -Polish\ \ test Tukeya kieszonkowy; test q Tukeya; test Tukeya szybkiRussian\ \ карманный тест ТакиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Tukey q-prófEuskara\ \ -Farsi\ \ azmoone Tukey qPersian-Farsi\ \ آزمون فوري توکيArabic\ \ اختبار توكي السريع ؛ اختبار q لتوكيAfrikaans\ \ Tukey se vinnige toets; Tukey se q-toetsChinese\ \ 图 基 快 速 检 验 ; 图 基 q 检Korean\ \ Tucky의 q-검정 -
36 карман
[καρμάν] ουσ α τσέπη -
37 влезть
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь ρ.σ.1. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανέρπω•влезть на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη.
2. εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα από στενό μέρος•влезть в нору μπαίνω στην κρύπτη•
влезть воры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.
|| λαθροχειρώ•влезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
3. παρεισδύω, παρεισέρχομαι., τρυπώνω, παρεισφρέω•влезть в кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόπο στην παρέα.
4. χωρώ•все белье в чемодан не -ет όλα τα εσώρουχα στή βαλίτσα δε χωρούν.
5. μπαίνω, χωρώ•сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκαν, δε μου χώρεσαν (στο πόδι).
εκφρ.не -ешь у кого-н. – δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου•сколько -ет – όσο χωράει• όσο θέλεις. -
38 всовать
всую, всуёшь, ρ.σ.μ. (απλ.) βάζω μέσα, χώνω•всовать вещи в чемодан βάζω τα πράγματα στη βαλίτσα•
всовать руку в карман βάζω το χέρι στη τσέπη.
-
39 вынуть
-ну, -нешь, προστκ. вынь, ρ.σ.μ.1. βγάζω, εξάγω, τραβώ, σύρω έξω•вынуть деньги из кармана βγάζω χρήματα από τη τσέπη•
вынуть нож τραβώ μαχαίρι.
2. (κοπτική) φτιάχνω εσοχή.εκφρ.вынуть душу ή дух – (διαλκ.) βγάζω την ψυχή (καταβασανίζω)•вынуть душу ή сердце – παλ. βγάζω την ψυχή (βασανίζω ψυχικά, ηθικά).βγαίνω, εξάγομαι, εμφανίζομαι. -
40 вытрясти
-ясу, -ясешь, παρλθ. χρ. вытряс, -ла, -лоρ.σ.μ.αδειάζω, χύνω• τινάζω•муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το σακκί•
вытрясти скатерть τινάζω το τραπεζομάντηλο.
|| έκφρ•-карман τινάζω την τσέπη (καταξοδεύω, μένω πανί με πανί)•
вытрясти душу α) τινάζω, τραντάζω’ τα σωθικά (σε παλιόδρομο, κάρο κ.τ.τ.)• β) βασανίζω ψυχικά, κατατρύχω.
τινάζομαι, πέφτω με το τίναγμα.
См. также в других словарях:
τσέπη — η, Ν 1. εσωτερική ή εξωτερική θήκη ενδύματος («ξηλώθηκε η τσέπη τού παντελονιού μου») 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη («έφαγε μια τσέπη σταφίδες») 3. φρ. α) «τό έχω στην τσέπη» λέγεται για κάτι που είναι βέβαιο, εξασφαλισμένο («τον… … Dictionary of Greek
τσέπη — η (λ. τουρκ.) 1. θυλάκιο, σακουλάκι ρούχου για να βάζουμε τα χέρια μας ή μικροαντικείμενα. 2. όσο χωράει μια τσέπη: Αγόρασα μια τσέπη σπόρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουζουνάρα — και μπουζνάρα, η μεγάλη τσέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. ρουμ. buzunar «τσέπη» (< *υποζωνάριον) + μεγεθ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
τσεπώνω — Ν [τσέπη] 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου 2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά») … Dictionary of Greek
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] … Dictionary of Greek
θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών … Dictionary of Greek
θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω … Dictionary of Greek
καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek