Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η+τσέπη

  • 1 cep

    τσεπη, θυλάκιο, θύλακας

    Türkçe-Yunanca Sözlük > cep

  • 2 poche

    τσέπη

    Dictionnaire Français-Grec > poche

  • 3 kapsa

    τσέπη

    Česká-řecký slovník > kapsa

  • 4 pocket

    τσέπη

    English-Greek new dictionary > pocket

  • 5 kieszeń

    τσέπη

    Słownik polsko-grecki > kieszeń

  • 6 карман

    α.
    τσέπη•

    положить в карман βάζω στή τσέπη•

    внутренний карман εσωτερική τσέπη•

    часовой карман τσέπη ωρολογίου•

    задний карман брюк κωλοτσέπη.

    εκφρ.
    толстый (тугой, полный) карман – κάργα (φούσκα) η τσέπη λεφτά•
    тощий ή пустой карман – άδεια η τσέπη, πανί με πανί•
    не по -у – δεν είναι για τη τσέπη (μου), είναι ακριβότατος, απρόσιτος•
    набить карман – φούσκωνα-χρήματα, θησαυρίζω•
    положить, класть в карман – τσεπώνω, παίρνω για τον εαυτό μου, σφετερίζομαι•
    бить по -у – ζημιώνω, βλάπτω.

    Большой русско-греческий словарь > карман

  • 7 карман

    карман м η τσέπη* положить в \карман βάζω στην τσέπη вытащить из \кармана βγάζω από την τσέπη
    * * *
    м
    η τσέπη

    положи́ть в карма́н — βάζω στην τσέπη

    вы́тащить из карма́на — βγάζω από την τσέπη

    Русско-греческий словарь > карман

  • 8 карман

    карман
    м ἡ τσέπη, τό θυλάκΐθ[ν]· ◊ мне это не по -\карману разг αὐτό δέν εἶναι γιά τήν τσέπη μου, δέν τό βαστἄ ἡ τσέπη μου1 бить по \карману разг ξεπαραδιάζω· набить \карман разг γεμίζω τίς τσέπες μου, θησαυρίζω· не лезть за словом в \карман разг ἔχω τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· положить себе в \карман (присвоить) σφετερίζομαι, βάζω στήν τσέπη.

    Русско-новогреческий словарь > карман

  • 9 pocket

    ['pokit] 1. noun
    1) (a small bag sewn into or on to clothes, for carrying things in: He stood with his hands in his pockets; a coat-pocket; ( also adjective) a pocket-handkerchief, a pocket-knife.) τσέπη
    2) (a small bag attached to the corners and sides of a billiard-table etc to catch the balls.) τσέπη
    3) (a small isolated area or group: a pocket of warm air.) θύλακας,κενό αέρα
    4) ((a person's) income or amount of money available for spending: a range of prices to suit every pocket.) εισόδημα,πορτοφόλι
    2. verb
    1) (to put in a pocket: He pocketed his wallet; He pocketed the red ball.) βάζω στην τσέπη,τσεπώνω
    2) (to steal: Be careful he doesn't pocket the silver.) κλέβω
    - pocket-book
    - pocket-money
    - pocket-sized
    - pocket-size

    English-Greek dictionary > pocket

  • 10 вынуть

    вынуть βγάζω αποσύρω (из влечь); \вынуть из кармана (из чемодана ) βγάζω από την τσέπη (τη βαλίτσα)
    * * *
    βγάζω; αποσύρω ( извлечь)

    из карма́на (из чемода́на) — βγάζω από την τσέπη (τη βαλίτσα)

    Русско-греческий словарь > вынуть

  • 11 дырявый

    дыряв||ый
    прил τρύπιος, τρυπημένος:
    \дырявыйый карман ἡ τρύπια τσέπη, ἡ Αδεια τσέπη-◊ \дырявыйая голова разг τό κούφιο κεφάλι, ὁ κουφιοκέφαλος· \дырявыйая память разг ἡ ἀσθενής μνήμη, ἡ ἀφηρημάδα.

    Русско-новогреческий словарь > дырявый

  • 12 тощий

    επ.
    1. ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσίρος• λιγνός•

    -ая шя λεπτός λαιμός•

    -ая кошка ισχνή γάτα•

    -ое лицо ισχνό πρόσωπο•

    тощий человек ισχνός άνθρωπος•

    очень тощий κάτισχνος.

    || μτφ. λεπτός• άδειος, κενός• πενιχρός•

    тощий карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί•

    тощий желудок άδειο στομάχι.

    2. μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος•

    -ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος•

    -ая растительность πενιχρή βλάστηση.

    3. αδύνατος, ανεπαρκούς περιεχομένου•

    -ее молоко αδύνατο γάλα (αποβουτυρωμένο)•

    тощий уголь αδύνατο κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)•

    -ая глина ο μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50% άμμο).

    εκφρ.
    на тощий желудокβλ. натощак.

    Большой русско-греческий словарь > тощий

  • 13 запускать

    запускать I
    несов, разг
    1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:
    \запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·
    2. (засовывать) χώνω:
    \запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.
    запускать II
    несов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:
    \запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια).

    Русско-новогреческий словарь > запускать

  • 14 знать

    зна||ть I
    несов
    1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:
    \знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·
    2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:
    \знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·
    3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:
    \знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.
    знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες.

    Русско-новогреческий словарь > знать

  • 15 лазить

    лазить
    несов (взбираться) σκαρφαλώνω:
    \лазить по деревьям σκαρφαλώνω στά δέντρά ◊ \лазить по карманам κλέβω ἀπό τήν τσέπη, εἶμαι πορτοφολάς.

    Русско-новогреческий словарь > лазить

  • 16 наружный

    нару́жн||ый
    прил
    1. (внешний) ἐξωτερικός:
    \наружныйый карман ἐξωτερική τσέπη· \наружныйые стены ἐξωτερικοί τοίχοι· \наружныйое средство τό φάρμακο ἐξωτερικής χρήσεως·
    2. (показной) ἐπίπλαστος, φαινομενικός:
    \наружныйое спокойствие φαινομενική ήρε-μία.

    Русско-новогреческий словарь > наружный

  • 17 совать

    совать
    несов βάζω, χώνω:
    \совать ру́ки в кармин βάζω τά χέρια στήν τσέπη μου· \совать вещи в чемода́н χώνω τά πράγματα στή βαλίτσα· ◊ \совать нос не в свой дела разг φυτρώνω ἐκεῖ πού δέν μέ σπέρνουν, χώνω παντοῦ τήν μύτη μου.

    Русско-новогреческий словарь > совать

  • 18 толстый

    толст||ый
    прил χοντρός, χονδρός, παχύς:
    \толстыйая бумага (стена) τό χοντρό χαρτί (τοίχος)· \толстыйые ру́ки τά χοντρά χέρια· \толстыйая доска τό μαδέρι· \толстыйое стекло́ то I χοντρό γυαλί· ◊ \толстый карман ἡ μεγάλη τσέπη, τό μεγάλο πουγγί· \толстыйая кишка анат. τό παχύ ἐντερο.

    Русско-новогреческий словарь > толстый

  • 19 at the expense of

    1) (being paid for by; at the cost of: He equipped the expedition at his own expense; At the expense of his health he finally completed the work.) από την τσέπη μου,σε βάρος
    2) (making (a person) appear ridiculous: He told a joke at his wife's expense.) σε βάρος

    English-Greek dictionary > at the expense of

  • 20 pocketful

    noun (the amount contained by a pocket: a pocketful of coins.) (γεμάτη)τσέπη

    English-Greek dictionary > pocketful

См. также в других словарях:

  • τσέπη — η, Ν 1. εσωτερική ή εξωτερική θήκη ενδύματος («ξηλώθηκε η τσέπη τού παντελονιού μου») 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη («έφαγε μια τσέπη σταφίδες») 3. φρ. α) «τό έχω στην τσέπη» λέγεται για κάτι που είναι βέβαιο, εξασφαλισμένο («τον… …   Dictionary of Greek

  • τσέπη — η (λ. τουρκ.) 1. θυλάκιο, σακουλάκι ρούχου για να βάζουμε τα χέρια μας ή μικροαντικείμενα. 2. όσο χωράει μια τσέπη: Αγόρασα μια τσέπη σπόρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουζουνάρα — και μπουζνάρα, η μεγάλη τσέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. ρουμ. buzunar «τσέπη» (< *υποζωνάριον) + μεγεθ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • τσεπώνω — Ν [τσέπη] 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου 2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά») …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών …   Dictionary of Greek

  • θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω …   Dictionary of Greek

  • καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»