Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+τσέπη

  • 61 таскать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. тащить.
    2. τραβώ, τινάζω (από τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.).
    3. φέρω μαζί μου•

    таскать письмо в кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη.

    εκφρ.
    таскать каштаны из огня – βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου).
    1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρνω•

    таскать по городу περιφέρομαι στην πόλη•

    таскать по улицам τριγυρνώ στους δρόμους.

    || περιπλανιέμαι.
    2. φέρω (κουβαλώ) μαζί μου.
    3. τραβιέμαι•

    таскать за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες.

    Большой русско-греческий словарь > таскать

  • 62 тащить

    тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ•

    тащить на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ•

    тащить лодку в воду σύρω τη βάρκα στο νερό•

    тащить чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα από κάτω από το κρεβάτι.

    || βγάζω τραβώντας•

    тащить сапог с ноги τραβώ (να βγάλω) τη μπότα από το πόδι.

    2. κουβαλώ• μεταφέρω•

    тащить на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό.

    || φέρω•тащитьи суп φέρε σούπα.
    3. οδηγώ•

    тащить за руку οδηγώ από το χέρι•

    тащить друга в театр -παίρνω το φίλο στο θέατρο.

    4. βγάζω, εξάγω•

    гвоздь из стены βγάζω το καρφί από τον τοίχο•

    тащить зуб βγάζω το δόντι•

    тащить занозу βγάζω την αγκίδα•

    тащить письмо из кармана βγάζω το γράμμα από την τσέπη.

    5. κλέβω.
    1. σύρομαι, σέρνομαι•

    подол -лся по полу ο ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα.

    2. βαδίζω αργά, με δυσκολία•

    он не шл, а -лся αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν.

    3. πηγαίνω, ταξιδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > тащить

  • 63 трещать

    -щу, щишь
    ρ.δ.
    1. τρίζω•

    лд -ит ο πάγος τρίζει•

    трещать сильно (ή всё время) τριζοβολώ, τριζοκοπώ, τριζομανώ.

    || χτυπώ δυνατά, ξεκουφαίνω•

    будильник -ит το ξυπνητήρι ξεκουφαίνει•

    барабаны -ат τα τύμπανα ξεκουφαίνουν.

    || (για πτηνά, έντομα)• τερετίζω, τιτιβίζω• βουίζω δυνατά.
    2. μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, αρχίζω τη λίμα. || φλυαρώ, γλωσσοκο-πανώ, λογοκοπώ.
    3. έχω δυνατό πονοκέφαλο.
    4. μτφ. είμαι ετοιμόρροπος, κοντεύω να διαλυθώ, τρίζω.
    εκφρ.
    карман -ит – η τσέπη αδειάζει, γίνεται, πανί με πανί.

    Большой русско-греческий словарь > трещать

См. также в других словарях:

  • τσέπη — η, Ν 1. εσωτερική ή εξωτερική θήκη ενδύματος («ξηλώθηκε η τσέπη τού παντελονιού μου») 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωράει σε μια τσέπη («έφαγε μια τσέπη σταφίδες») 3. φρ. α) «τό έχω στην τσέπη» λέγεται για κάτι που είναι βέβαιο, εξασφαλισμένο («τον… …   Dictionary of Greek

  • τσέπη — η (λ. τουρκ.) 1. θυλάκιο, σακουλάκι ρούχου για να βάζουμε τα χέρια μας ή μικροαντικείμενα. 2. όσο χωράει μια τσέπη: Αγόρασα μια τσέπη σπόρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουζουνάρα — και μπουζνάρα, η μεγάλη τσέπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. ρουμ. buzunar «τσέπη» (< *υποζωνάριον) + μεγεθ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • τσεπώνω — Ν [τσέπη] 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου 2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά») …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών …   Dictionary of Greek

  • θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω …   Dictionary of Greek

  • καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»