-
41 ξυνδρομῆς
-
42 ξυνδρομήν
συνδρομήν, συνδρομήtumultuous concourse: fem acc sg (attic epic ionic) -
43 συνδρομής
-
44 συνδρομῆς
-
45 συνδρομαίς
-
46 συνδρομαῖς
-
47 συνδρομών
-
48 συνδρομῶν
-
49 συνδρομάς
συνδρομάςproportionals: fem nom sgσυνδρομά̱ς, συνδρομήtumultuous concourse: fem acc pl -
50 4890
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4890
-
51 membership
1) (the state of being a member: membership of the Communist Party.) ιδιότητα μέλους2) (a group of members: a society with a large membership.) σύνολο μελών3) (the amount of money paid to a society etc in order to become a member: The membership has increased to $5 this year.) συνδρομή μέλους -
52 subscription
[səb'skripʃən]1) (the act of subscribing.) εγγραφή/συνεισφορά2) (a sum of money that is subscribed eg for receiving a magazine, for a membership of a club etc.) συνδρομή -
53 абонемент
[αμπανιμιέντ] ουσ. α. συνδρομή -
54 абонемент
[αμπανιμιέντ] ουσ α συνδρομή -
55 абонемент
-
56 вклад
-а α.1. κατάθεση, καταβολή•вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.
2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.
-
57 вступительный
επ.εισαγωγικός• εναρκτήριος• αρχικός•-ое слово εναρκτήριος λόγος•
-ая часть εισαγωγή, πρόλογος•
-ые экзамены εισαγωγικές εξετάσεις•
вступительный взнос συνδρομή εγγραφής,
-
58 партвзнос
-а α.η κομματική συνδρομή. -
59 поддержка
-и θ.1. υποστήριξη, -ιγμα.2. βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή συμπαράσταση. || συνηγορία•поддержка предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης.
|| ενίσχυση• προστασία•поддержка наступающих артиллерийским огнм υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού.
-
60 помога
-и θ. (παλ. κ, απ λ..) βοήθεια, συνδρομή• υποστήριξη.
См. также в других словарях:
συνδρομῇ — συνδρομή tumultuous concourse fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — tumultuous concourse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek
συνδρομή — η 1. περιοδική προσφορά χρημάτων: Δεν πλήρωνε τη συνδρομή του και τον διέγραψαν από το σύλλογο. 2. βοήθεια, συμπαράσταση: Με τη συνδρομή των φίλων του ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες. – Ζητήθηκε η συνδρομή των πολιτών για τη σύλληψη των κακοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδρομαῖς — συνδρομή tumultuous concourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομαί — συνδρομή tumultuous concourse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῆς — συνδρομή tumultuous concourse fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομήν — συνδρομή tumultuous concourse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῶν — συνδρομή tumultuous concourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek