-
1 abonman
συνδρομή -
2 aldat
συνδρομή, κισφορά έσοδα -
3 ödenti
συνδρομή -
4 subscription
συνδρομή -
5 взнос
взнос м η συνδρομή, η πληρωμή; членский \взнос η συνδρομή (κομματική, συνδικάτου κτλ.) вступительный \взнос η συνδρομή εγγραφής* * *мη συνδρομή, η πληρωμήчле́нский взнос — η συνδρομή (κομματική, συνδικάτου κτλ.)
вступи́тельный взнос — η συνδρομή εγγραφής
-
6 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
7 абонемент
-
8 подписка
-
9 взнос
взносм1. ἡ πληρωμή, ἡ κατάθεση, ἡ καταβολή χρημάτων, ἡ συνδρομή:вступительный \взнос δικαιώματα (τέλη) ἐγγρα-φής· членский \взнос ἡ συνδρομή μέλους. -
10 взнос
-а α.εισφορά, συνεισφορά’ συνδρομή•срочный взнос επείγουσα εισφορά•
членский -η συνδρομή μέλους (οργάνωσης, κόμματος).
-
11 выписка
1. (выдержка, цитата) το απόσπασμα 2. (какого-л. документа) η έκδοσ/η 3. (документ, часть текста) το αντίγραφο 4. (газет, журналов) η συνδρομή 5. (напр. из больницы) το εξιτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выписка
-
12 подписка
1. (на газеты, журналы) η συνδρομή 2. (письменное обязательство в чём-л.) η (έγγραφη) υποχρέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подписка
-
13 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
-
14 абонемент
абон||ементм ἡ συνδρομή. -
15 выписка
выпискаж1. (из книг, документов) τό ἀπόσπασμα, ἡ περικοπή (συγγράμματος, βιβλίου κ.λ.π.)/ канц. τό ἀπόσπασμα, τό ἀντίγραφον:\выписка из метрической книги τό ἀντίγραφον μητρώου γεννήσεως·2. (газет, журналов) ἡ συνδρομή·3. (из больницы и т. п.) τό ἐξιτήριο[ν], ἡ ἀπόλυση. -
16 партвзнос
парт||взносм (партийный взнос) ἡ κομματική συνδρομή. -
17 подписка
подпи́с||каж1. (на что-л.) ἡ ἐγγραφή / ἡ συνδρομή (на газету, журнал и т. п.)2. (обязательство) ἡ ὑποχρέωση[-ις], ἡ ὑπόσχεση [-ις]:дать \подпискаку ἀναλαμβάνω γραπτή ὑποχρέωση. -
18 помощь
помощ||ьж ἡ βοήθεια, ἡ συνδρομή, ἡ ἀρωγή:первая \помощь ἡ πρώτη βοήθειά взаимная \помощь ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ ἀμον-βαία ἀρωγή· экономическая (техническая) \помощь ἡ οίκονομική (τεχνική) βοήθεια· оказывать \помощь παρέχω βοήθεια· подать ру́ку \помощьи τείνω χείρα βοηθείας, δίνω βοήθεια· взывать о \помощьи ζητώ βοήθεια, καλώ σέ βοήθεια· при \помощьи μέ τήν βοήθεια -
19 содействие
содейств||иес ἡ σύμπραξη, ἡ συμβολή, ἡ βοήθεια, ἡ ἀρωγή:оказать \содействие παρέχω βοήθεια, συνδράμω· при \содействиеии μέ τή βοήθεια, μέ τή συνδρομή. -
20 членский
членскийприл τοῦ μέλους:\членский билет τό βιβλιάριο τοῦ μέλους· \членский взнос ἡ συνδρομή τοῦ μέλουςν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνδρομῇ — συνδρομή tumultuous concourse fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — tumultuous concourse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek
συνδρομή — η 1. περιοδική προσφορά χρημάτων: Δεν πλήρωνε τη συνδρομή του και τον διέγραψαν από το σύλλογο. 2. βοήθεια, συμπαράσταση: Με τη συνδρομή των φίλων του ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες. – Ζητήθηκε η συνδρομή των πολιτών για τη σύλληψη των κακοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδρομαῖς — συνδρομή tumultuous concourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομαί — συνδρομή tumultuous concourse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῆς — συνδρομή tumultuous concourse fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομήν — συνδρομή tumultuous concourse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῶν — συνδρομή tumultuous concourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek