-
61 помощь
-и θ.βοήθεια• αρωγή• συνδρομή• υποστήριξη• συμπαράσταση•без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια•
оказать помощь βοηθώ, έρχομαι αρωγός•
взаимная помощь αλληλοβοήθεια•
звать на помощь καλώ σε βοήθεια•
медицинская помощь ιατρική βοήθεια•
скорая медицинская помощь η πρώτη ιατρική βοήθεια•
с -ью ή при -и με τη βοήθεια.
-
62 при
(πρόθεση).1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•
город при реке παραποτάμια πόλη•
жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•
при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•
сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•
при институте κοντά στο Ινστιτούτο•
ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•
поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.
2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•
при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.
3. (για χρόνο)• κατά•при отъезде κατά την αναχώρηση•
при входе κατά την είσοδο•
при обыске κατά την έρευνα.
|| σε • κατά•темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.
|| (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.
4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.
5. με, χάρη σε•при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•
при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.
6. μαζί, μετά•надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•
прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.
7. επί, τον καιρό•при царе επί τσάρου.
8. παρά, ενάντια•при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.
-
63 синдром
-а α.(ιατρ.) σύνδρομο, συνδρομή. -
64 содействие
-я ουδ.συνδρομή, βοήθεια, αρωγή• συμπαράσταση•просить -я ζητώ βοήθεια•
оказать содействие παρέχω βοήθεια•
при -и με τη βοήθεια.
-
65 субсидия
-и θ.βοήθεια, συνδρομή, επι-κουρ ία. -
66 членский
επ.του μέλους•членский взнос η συνδρομή του μέλους (οργάνωσης)•
членский список κατάλογος μελών•
членский билет το βιβλιάριο του μέλους.
-
67 θανατικός
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4.3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατικός
-
68 συγχώρησις
A agreement, consent, Pl.Lg. 770c, OGI508.9 (Ephesus, ii A.D.); τὴν σιγὴν σ. θήσω take silence for consent, Pl.Cra. 435b; τὴν τῷ λόγῳ ς. your agreement to my argument, Id.Lg. 837e; assent, Aristid.Quint. 2.10 (pl.); coupled with συνδρομή, Hermog.Id.2.1.2 agreement submitted to a court in conformity with a verdict, settlement of an action, Mitteis Chr. 31 ii 11 (ii B.C.).b any legal agreement in the form of a memorial presented to the καταλογεῖον of the chief justice at Alexandria, BGU 1053 ii 17, al. (i B.C.), 1574.13 (ii A.D.), CPR188.24 (ii A.D.), etc.; cession, conveyance of property in this form, BGU 1772.23 (i B.C.), Arch.Pap.5.390 (i A.D.), Sammelb.6016.24 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχώρησις
-
69 τηρέω
Aτετήρηκα Epicur.Sent.24
, etc.:—watch over, take care of, guard, ;πόλιν Pi.
l.c., cf. Ar.V. 210;τὰς κύνας X.Cyn.6.1
; ; rarely of persons,δαιμόνων.., αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu. 579
(troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2;τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15
:—[voice] Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: [tense] fut. [voice] Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30.2 τ. ὅπως.. ἔσται take care that.., Arist.Pol. 1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib. 1307b31; τ. μὴ.. cavere ne.., Ar.Th. 580, Pl.Tht. 169c;τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276
: also in [voice] Med.,τηρώμεσθ', ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται Ar. V. 372
; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib. 1386.3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10.II give heed to, watch narrowly, observe, , cf. V. 364;τὰς ἁμαρτίας Th.4.60
; , cf. Pl.R. 442a;τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946
.2 watch for a person or thing, with a part.,παραστείχοντα τηρήσας S.OT 808
; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only,ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65
;τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22
, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103;τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael. 292a8
; τὴν θήραν τ. Id.HA 623a13;τ. καιρόν Id.Rh. 1382b10
:—[voice] Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71.3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN 1167b13: c. inf., watch or look out, so as to..,ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26
.4 observe, notice, [ μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41;τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13
;τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13
.5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term,τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361
;Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766
.III observe or keep an engagement,ὅρκους Democr.239
;παρακαταθήκας Isoc.1.22
;ἀπόρρητα Lys. 31.31
;εἰρήνην D.18.89
;τὸ πρέπον Phld.Po.5.35
;τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7
.2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10;ἰδιότητας Phld.Rh.1.154
S.;τὴν ποιότητα Sor.1.51
; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας.. τ. ib. 118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use. -
70 ἔραδος
ἔραδος· παρὰ τὸ ἐρίζειν· παιδίονα, νεῖκος, συνδρομή, λοιδορία, ἀνεξικακία, Hsch. -
71 concursio
†concursio, onis, f., running together, attack (Gk. συνδρομή), A. 21:30.*
См. также в других словарях:
συνδρομῇ — συνδρομή tumultuous concourse fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — tumultuous concourse fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek
συνδρομή — η 1. περιοδική προσφορά χρημάτων: Δεν πλήρωνε τη συνδρομή του και τον διέγραψαν από το σύλλογο. 2. βοήθεια, συμπαράσταση: Με τη συνδρομή των φίλων του ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες. – Ζητήθηκε η συνδρομή των πολιτών για τη σύλληψη των κακοποιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνδρομαῖς — συνδρομή tumultuous concourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομαί — συνδρομή tumultuous concourse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῆς — συνδρομή tumultuous concourse fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομήν — συνδρομή tumultuous concourse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρομῶν — συνδρομή tumultuous concourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek