-
1 συνδρομών
-
2 συνδρομῶν
-
3 συνδρόμων
σύνδρομοςrunning together: masc /fem /neut gen pl -
4 πέτρα
πέτρα, ἡ, ion. u. ep. πέτρη, Fels; im Meere od. am Gestade die Klippe; sowohl von einzeln stehenden Felsenhäuptern als von ganzen felsigen Gebirgszügen, αἰγίλιψ, ήλίβατος, αἰπεῖα, λίς, λισσή u. ä., Hom.; auch πέτρης ἐκ γλαφυρῆς, Il. 2, 88, von einer Felsengrotte zu verstehen. Auch Od. 9, 243. 486, wie Hes. Th. 675, wo mit πέτραις geworfen wird, sind nicht einzelne Steine, πέτρος, sondern ganze Felsgipfel zu verstehen, welche der Kyklop u. die Hundertarmigen von den Felsen losreißen und gegen die Feinde schleudern; vgl. Buttm. Lexil. II p. 179. Sprichwörtlich οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, Il. 22, 126 Od. 19, 163. S. δρῦς. Göttling zu Hes. Th. 35 bezieht es auf Dodona u. Delphi. Als Sinnbild der Festigkeit u. Unbeweglichkeit steht es Od. 17, 463; auch der Gefühllosigkeit u. Hartherzigkeit, Valck. Eur. Hipp. 305; Pind. χοιράδος ἄλκαρ πέτρας, P. 10, 52; συνδρόμων κινηϑμὸν πετρᾶν, 4, 209; oft bei Tragg. für Felsen, z. B. Aesch. Prom. 4. 31; δίστομος πέτρα, Soph. Phil. 16. 940, u. öfter; δίλοφος, der Parnaß, Ant. 1113, Eur. oft; u. in Prosa; δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν, Plat. Phaedr. 275 b; ταῖς χερσὶν ἀτεχνῶς πέτρας καὶ δρῠς περιλαμβάνοντες, Soph. 246 a; μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίϑους σπείρειν, Legg. VIII, 838 b; Folgde. – Sp. auch von Felsstücken, Steinen, ἐκυλίνδουν πέτρας Xen. An. 4, 2, 20, τὰς πέτρας ἐπι κυλίοντες Pol. 3, 53, 2; Plut. u. a. Sp. – Vgl. πέτρος.
-
5 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο. -
6 ἀμαιμάκετος
1 irresistible, unyieldingγᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (sc. Ἄρτεμιν) P. 3.33συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.208
ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου I. 8.35
-
7 ἐκφεύγω
1 escape from c. acc.θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.209
-
8 κινηθμός
-
9 λίσσομαι
1 entreatλίσσομαι, παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου O. 12.1
λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων P. 1.71
ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι N. 3.1
c. acc. & inf.,δεσπόταν λίσσοντο ναῶν συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.207
“νῦν σε νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” I. 6.45πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3
-
10 πέτρα
1 rockἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου O. 6.64
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.23
συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.209
ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Christ: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.15ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας P. 10.52
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 8.ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς Pae. 2.98
] δέ μιν ἐν πέλ[α]γ[ος] ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι (Delos) Πα. 7B. 47. πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν (πετραν Π̆{ac}: sc. the people of Seriphos, on seeing the Medusa's head) Δ... πέ]τραισι Κιρρα[ (supp. Snell: ἀρούραισι Lobel) fr. 215b. 11. ὑψικέρατα πέτραν fr. 325. -
11 σύνδρομος
σύνδρομος, -ον1 collidingσυνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν P. 4.208
-
12 комсод
-а α.επιτροπή συνδρομών.
См. также в других словарях:
συνδρομῶν — συνδρομή tumultuous concourse fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδρόμων — σύνδρομος running together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεργαμμασφαιριναιμία — η, Ν βιολ. αύξηση τής συγκέντρωσης στον ορό τού αίματος τών γαμμασφαιρινών πάνω από 18 γραμμάρια ανά λίτρο, αύξηση που αποτελεί ένδειξη ύπαρξης φλεγμονικών συνδρόμων ή ύπαρξης κακοήθων πλασματοκυττάρων που παρατηρείται είτε κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… … Dictionary of Greek
θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… … Dictionary of Greek
ιερολογιώτατος — ὁ προσαγορευτικός τίτλος διάκου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μορφή υπερθετικού βαθμού ενός αμάρτ. επιθ. *ιερολόγιος και μαρτυρείται από το 1867 στον Κατάλογο Συνδρομών σε βιβλίο τού Δαν. Πετρούλια] … Dictionary of Greek
οστεοδυστροφία — η ιατρ. περιληπτική ονομασία νόσων και συνδρόμων που εκδηλώνονται με διαταραχές τής οστέωσης και με παθολογική αλλοίωση τής λεπτής υφής τού οστού (α. «ινώδης οστεοδυστροφία» β. «παραμορφωτική οστεοδυστροφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής … Dictionary of Greek
σπληνομεγαλία — η, Ν ιατρ. αύξηση τού όγκου τής σπλήνας παρατηρούμενη επί λοιμωδών νοσημάτων, παρασιτώσεων, συνδρόμων πυλαίας υπέρτασης, παθήσεων τού αίματος, θησαυρισμώσεων και σαρκοειδώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenomegalie (< σπλήνα +… … Dictionary of Greek
στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών … Dictionary of Greek
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek