Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συνδρομῶν

См. также в других словарях:

  • συνδρομῶν — συνδρομή tumultuous concourse fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδρόμων — σύνδρομος running together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεργαμμασφαιριναιμία — η, Ν βιολ. αύξηση τής συγκέντρωσης στον ορό τού αίματος τών γαμμασφαιρινών πάνω από 18 γραμμάρια ανά λίτρο, αύξηση που αποτελεί ένδειξη ύπαρξης φλεγμονικών συνδρόμων ή ύπαρξης κακοήθων πλασματοκυττάρων που παρατηρείται είτε κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • ιερολογιώτατος — ὁ προσαγορευτικός τίτλος διάκου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μορφή υπερθετικού βαθμού ενός αμάρτ. επιθ. *ιερολόγιος και μαρτυρείται από το 1867 στον Κατάλογο Συνδρομών σε βιβλίο τού Δαν. Πετρούλια] …   Dictionary of Greek

  • οστεοδυστροφία — η ιατρ. περιληπτική ονομασία νόσων και συνδρόμων που εκδηλώνονται με διαταραχές τής οστέωσης και με παθολογική αλλοίωση τής λεπτής υφής τού οστού (α. «ινώδης οστεοδυστροφία» β. «παραμορφωτική οστεοδυστροφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • σπληνομεγαλία — η, Ν ιατρ. αύξηση τού όγκου τής σπλήνας παρατηρούμενη επί λοιμωδών νοσημάτων, παρασιτώσεων, συνδρόμων πυλαίας υπέρτασης, παθήσεων τού αίματος, θησαυρισμώσεων και σαρκοειδώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenomegalie (< σπλήνα +… …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»