-
101 stance
(a person's position or manner of standing, eg in playing golf, cricket etc.) στάση(σώματος) -
102 stationary
adjective (standing still, not moving: a stationary vehicle.) σταθμευμένος,σε στάση -
103 stop off
(to make a halt on a journey etc: We stopped off at Edinburgh to see the castle.) κάνω στάση -
104 stop over
to make a stay of a night or more: We're planning to stop over in Amsterdam (noun stop-over) κάνω ενδιάμεση στάση -
105 stoppage
[-pi‹]noun ((an) act of stopping or state or process of being stopped: The building was at last completed after many delays and stoppages.) στάση,διακοπή -
106 tread water
(to keep oneself afloat in an upright position by moving the legs (and arms).) επιπλέω σε όρθια στάση -
107 беспосадочный
[μπισπασάντατσνυϊ] εκ. χωρίς ενδιάμεση στάση (για πτήση) -
108 навытяжку
[ναβύτιζκου] εκίρ. σε στάση προσοχής -
109 second-order stationary
= second-order stationarityFrench\ \ stationnarité au second ordreGerman\ \ Stationarität zweiter OrdnungDutch\ \ stationair in de covariantiesItalian\ \ secondo ordine fermo; secondo ordine stazionarietàSpanish\ \ estacionarias de segundo orden; de segundo orden estacionariedadCatalan\ \ estacionaritat de segon ordrePortuguese\ \ estacionaridade de segunda ordemRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ andra ordningens stationaritetGreek\ \ δεύτερης τάξης σε στάση; δεύτερης τάξης στασιμότηταFinnish\ \ toisen asteen stationaarisuusHungarian\ \ másodrendû stacionerTurkish\ \ ikinci derece durağan; ikinci derece durağanlıkEstonian\ \ teist järku statsionaarsusLithuanian\ \ antrosios eilės stacionarumasSlovenian\ \ -Polish\ \ stacjonarność w sensie kowariancjiRussian\ \ неизменность второго порядкаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ second-röð kyrrstöðuEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مستقرة من الدرجة الثانيةAfrikaans\ \ tweedeorde-stasionêrChinese\ \ 二 阶 分 析Korean\ \ 2차정상성 -
110 беспосадочный
[μπισπασάντατσνυϊ] επ χωρίς ενδιάμεση στάση (για πτήση) -
111 навытяжку
[ναβύτιζκου] επίρ σε στάση προσοχής -
112 остановка
[αστανόφκα] ουσ θ στάση -
113 стоянка
[σταγιάνκα] ουσ θ στάση -
114 бунт
-
115 бунтарство
-а ουδ.τάση για στάση• ανυποταγή, ανυποταξία. -
116 бунтовать
-тую, -туешь, ρ.δ.1. στασιάζω. || δυσανασχετώ, δυσφορώ, μπουχτίζω.2. προτρέπω, παρακινώ σε εξέγερση, στάση. -
117 возмутить
-ущу, -утишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ущенный, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.1. παλ. θολώνω•возмутить воду θολώνω το νερό.
2. αγανακτώ, οργίζω.3. παλ. εξεγείρω, παρακάνω σε εξέγερση, στάση, στασιάζω.1. αγανακτώ, δυσανασχετώ.2. παλ. στασιάζω, εξεγείρομαι. -
118 возмущение
-я ουδ.1. θόλωμα, -ση.2. αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, οργή, ψυχική ταραχή.3. παλ. εξέγερση, στάση. ή. (αστρν.) διατάραξη (των ουρανίων σωμάτων). -
119 застой
-я α.στάση, σταμάτημα, στασιμότητα, ακινησία•застой крови αιμοστασία, αιμάοταση.
|| μτφ. μαρασμός. -
120 конечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. τελικός (που έχει τέλος).2. τελευταίος, στερνός•-ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.
3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.εκφρ.- ая цель – τελικός σκοπός•в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους.
См. также в других словарях:
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
στάση — η 1. θέση του σώματος: Δεν πήρες καλή στάση. 2. σταμάτημα και ο τόπος όπου γίνεται αυτό: Δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. – Θα κατέβω στην επόμενη στάση. 3. εξέγερση εναντίον μιας έννομης τάξης, ανταρσία: Κατέπνιξαν τη στάση στο αίμα. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… … Dictionary of Greek
στασῇ — στᾱσῇ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek