-
41 стойка
стойка 1-и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам θ.1. στάση προσοχής.2. στήριξη, στήσιμο•-на руках στήριξη με τα χέρια στο έδαφος(κ. τα πόδια άνω).
3. στάση, σταμάτημα (των σκύλων κοντά στο θήραμα).εκφρ.стойка смирно – βλ. 1 σημ.стойка 2-и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам, θ.1. ορθοστάτης.2. τραπέζι στενόμακρο. || το τραπέζι (μπάγκος) μαγαζιού.3. γιακάς όρθιος. -
42 стоянка
-и θ.1. σταμάτημα• στάση, στάθμευση• σταθμός•стоянка флота ναύσταθμος.
2. στάση (μέρος στάθμευσης). -
43 забастовка
η απεργίαпрекращать - у σταματώ/διακόπτω την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > забастовка
-
44 позиция
1. (положение, расположение) η θέση, η στάση, η άποψη, η τοποθέτηση 2. (отсылочный номер детали или изделия в спецификации) о αριθμός της αναφοράς, ο αριθμός του στοιχείου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > позиция
-
45 полустанок
(ж.-д) η μικρή σιδηροδρομική στάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полустанок
-
46 стоянка
1. (остановка, временное пребывание где-л.) η στάση 2. (место остановки) о χώρος στάθμευσης, ο σταθμός- автомашин - των αυτοκινήτων, το πάρκιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоянка
-
47 фигура
1. физ., мат. το σχήμα, η μορφήη φιγούρα (ξεν.)2. (положение, позиция) η στάση 3. (физический облик, телосложение) η μορφήразг. η κορμοστασιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фигура
-
48 адрес
-
49 бунт
бунтм ἡ ἀνταρσία, ἡ στάση [-ις], ἡ ἐξέγερση [-ις]. -
50 возмущение
возмущ||ениес1. (негодование) ἡ ἀγανάκτηση [-ις]:прийти в \возмущение ἀγανακτὤ2. (мятеж) уст. ἡ ἐξέγερση [-ις], ἡ στάση[-ις], ἡ ἀνταρσία·3. астр. ἡ διαταραχή, ἡ σύγχυση [-ις]. -
51 восстание
восстаниес ἡ ἐξέγερση [-ις], ἡ ἐπανάσταση [-ις], ἡ ἀνταρσία, ἡ στάση [-ις]:вооруженное \восстание ἡ Ενοπλη ἐξέγερση· революционное \восстание ἡ ἐπαναστατική ἐξέγερση. -
52 выжидательный
выжида||тельныйприл καιροσκοπικός, τής ἀναμονής:\выжидательныйтельная политика ἡ καιροσκοπική πολιτική· занимать \выжидательныйтельную позицию κρατώ ἐπιφυλακτική θέση, τηρώ στάση ἀναμονής. -
53 застой
заст||о́йм ἡ <-τάση [-ις], ἡ στασιμότητα, ἡ νέκρα:\застой крови ἡ στάση τοῦ αίματος· \застой промышленности ἡ στασιμότητα τής βιομηχανίας· находиться в состоянии \застойоя βρίσκομαι σέ στασιμότητα. -
54 заход
заходм1. (солнца и т. п.) ἡ δύση[-ις] τοῦ ήλίου, τό ἡλιοβασίλεμα, τό λιόγερμα·2. (куда-л.) ἡ στάση [-ις], ἡ στάθμευση [-ις], ὁ πηγαιμός:без \захода в гавань χωρίς νά μπεί στό λιμάνι. -
55 конъюнктура
конъюнкту́р||аж ἡ συγκυρία, ἡ περί· σταση [-ις]/ ἡ κατάσταση [-ις] (обстановка):политическая \конъюнктура ἡ πολιτική κατάσταση[-ις]. -
56 крамола
крамо́л||аж уст. ἡ ἀνταρσία, ἡ στάση[-ΐζ]> ἡ συνωμοσία. -
57 мятеж
мятежм ἡ στάση [-ις], ἡ ἐξέργεση [-ις], ἡ ἀνταρσία. -
58 навытяжку
навытяжкунареч:стоять \навытяжку στέκομαι σέ στάση προσοχής. -
59 неловкий
нело́в||кийприл1. (неуклюжий) ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος:\неловкийкое движение ἡ ἀδέξια κίνηση·2. (неудобный) ἀβολος:\неловкийкая по́за ἡ ἀβολη πόζα (или στάση)·3. (неискусный) ἀποτυχημένος, ἀτυχής·4. (за-труднительный, неприятный) δυσχερής, δύσκολος:я оказался в \неловкийком положении βρέθηκα σέ δύσκολη θέση. -
60 непринужденный
непринужденн||ыйприл ἀβίαστος, ἐλεύθερος, εὐχερής, φυσικός:\непринужденныйая поза ἡ φυσική στάση· \непринужденныйым тоном μέ ἀβίαστο τόνο.
См. также в других словарях:
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek
στάση — η 1. θέση του σώματος: Δεν πήρες καλή στάση. 2. σταμάτημα και ο τόπος όπου γίνεται αυτό: Δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. – Θα κατέβω στην επόμενη στάση. 3. εξέγερση εναντίον μιας έννομης τάξης, ανταρσία: Κατέπνιξαν τη στάση στο αίμα. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… … Dictionary of Greek
στασῇ — στᾱσῇ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek