Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+στάση

  • 61 остановка

    остановка
    ж
    1. (действие) τό σταμάτημα·
    2. (место остановки) ἡ στάση [-ις] / ὁ σιδηροδρομικός σταθμός (поезда):
    конечная \остановка τό τέρμα· ◊ \остановка лишь за... разг λείπει μόνο, μένει μόνο· \остановка только за разрешением λείπει μόνο ἡ ἀδεια.

    Русско-новогреческий словарь > остановка

  • 62 отношение

    отношени||е
    с
    1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):
    бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·
    2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:
    не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·
    3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:
    производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·
    4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·
    5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > отношение

  • 63 поза

    поз||а
    ж прям., перен ἡ πόζα, ἡ στάση[-ις]:
    принять \позау παίρνω πόζα.

    Русско-новогреческий словарь > поза

  • 64 позйция

    позйци||я
    ж в разн. знач. ἡ θέση [-ις] / ἡ στάση, ἡ ἄποψη [-ιζ], ἡ τοποθέτηση (тк. перен):
    исходная \позйция ἡ ἀφετηρία· отправиться на \позйцияи πηγαίνω στίς θέσεις, πηγαίνω στήν πρώτη γραμμή· занимать неправильную \позйцияю ἔχω λαθεμένη ἄποψη· политика с «\позйцияи силы» πολιτική ἀπό θέσεως ίσχύος

    Русско-новогреческий словарь > позйция

  • 65 положение

    положени||е
    с
    1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·
    2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·
    3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:
    международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον
    4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·
    5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:
    основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·
    6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων.

    Русско-новогреческий словарь > положение

  • 66 полустанок

    полустанок
    м ὁ μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, ἡ στάση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > полустанок

  • 67 посадка

    посадк||а
    ж
    1. (растений · действие) ἡ φύτευση, τό φύτευμα·
    2. \посадкаи мн. φυτεία:
    \посадкаи картофеля οἱ φυτείες πατάτας
    3. ἡ ἐπιβίβαση / τό μπαρκάρισμα (Ш судно)/ ἡ ἐπιβίβαση στό τραίνο (на поезд)·
    4. ἀβ. ἡ προσγειωση [-ις] / ἡ προσ· θαλασσωση [-ις] (на воду):
    вынужденна, \посадка ἡ ἀναγκαστική προσγείωση· совершил \посадкау προσγειώνομαι, προσγειοβμαν
    5. (осанка) ἡ θέση, ἡ τοποθέτηση·
    6. (ма нера сидеть в седле) ἡ στάση τοῦ ἐφιππου.

    Русско-новогреческий словарь > посадка

  • 68 пренебрежительный

    пренебре||жи́тельный
    прил περιφρονητικός:
    \пренебрежительныйжи́тельное отношение ἡ περιφρόνηση [-ις], ἡ περιφρονητική στάση.

    Русско-новогреческий словарь > пренебрежительный

  • 69 стачка

    стачк||а
    ж ἡ ἀπεργία, ἡ στάση:
    всеобщая \стачка ἡ γενική ἀπεργία· политическая \стачка ἡ πολιτική ἀπεργία· экономическая \стачка ἡ οίκονομική ἀπεργία· устраивать \стачкау κάνω ἀπεργία, ἀπεργώ.

    Русско-новогреческий словарь > стачка

  • 70 стойка

    стойка
    ж
    1. тех. τό στήριγμα, τό ἐρεισμα·
    2. (в буфете и т. п.) ὁ μπάγκος·
    3. спорт. ἡ στάση προσοχής·
    4. охот. τό ἀλάφιασμα.

    Русско-новогреческий словарь > стойка

  • 71 струнка

    стру́нк||а
    ж уменыи. ἡ μικρή χορδή, ἡ χορδίτσα· ◊ слабая \струнка ἡ εὐαίσθητη χορδή· вытянуться в \стрункау στέκομαι σέ στάση προσοχής· заставлять кого́-л. ходить по \стрункае κάνω κάποιον νά στέκεται σούζα μπροστά μου.

    Русско-новогреческий словарь > струнка

  • 72 трамвайный

    трамвай||ный
    прил I τροχιοδρομικός:
    \трамвайныйная линия ἡ γραμμή τοῦ τραμ· \трамвайныйный билет τό εἰσιτήριο (или τό μπιλέτο) τοῦ τραμ· \трамвайныйная остановка ἡ στάση τοῦ τραμ· \трамвайныйный парк τό μηχανοστάσιο (или τό ντεπό) τῶν τραμ.

    Русско-новогреческий словарь > трамвайный

  • 73 αναμονή

    η
    1) ожидание, выжидание;

    εν αναμονη — в ожидании;

    αίθουσα αναμονής — зал ожидания;

    τηρώ στάση αναμονής — занимать выжидательную позицию;

    2) воен, нахождение на выжидательных позициях;
    3) мор., ком. обязательный срок для разгрузки и погрузки судов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αναμονή

  • 74 απότομος

    η, ο [ος, ον ]
    1) крутой, обрывистый;

    απότομη ακτή — обрывистый берег;

    2) резкий; внезапный;

    απότομες κινήσεις — резкие движения;

    απότομη στάση — а) внезапная, неожиданная остановка; — б) резкое торможение;

    απότομη μεταβολή τού καιρού — резкая перемена погоды;

    3) перен. резкий, грубый; оскорбительный;

    απότομος άνθρωπος — грубый человек

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απότομος

  • 75 αρνητικός

    η, ό[ν] в рази. знач отрицательный;

    αρνητικο( αριθμοί — отрицательные числа;

    αρνητικά ποσά — отрицательные величины;

    αρνητικά μόρια — грам, отрицательные частицы;

    κρατώ αρνητική στάση — отрицательно относиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρνητικός

  • 76 ιπποτικός

    η, ό[ν] рыцарский (тж. перен.);

    τηρώ ιπποτική στάση — вести себя по-рыцарски

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιπποτικός

  • 77 παθητικός

    η, ό[ν]
    1) патетический, полный пафоса; 2) фин., перен. пассивный;

    παθητικό υπόλοιπο — пассивное сальдо;

    τηρώ παθητική στάση — занимать пассивную позицию; — вести себя пассивно;

    3) пристрастный; злобный, злопамятный;
    4) грам. страдательный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παθητικός

  • 78 παραδειγματικούς

    η, ό[ν]
    1) примерный, образцовый;

    παραδειγματικούςή διαγωγή — образцовое, примерное поведение;

    κρατώ παραδειγματικούςή στάση — вести себя безупречно;

    2) примерный, служащий примером, назиданием;

    παραδειγματικούςή τιμωρία — примерное наказание

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραδειγματικούς

  • 79 περιφρονητικός

    η, ό[ν] презрительный, пренебрежительный;

    περιφρονητική συμπεριφορά ( — или στάση) — пренебрежительное отношение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιφρονητικός

  • 80 πρόθ.

    με γεν., αιτιατ. до, перед; раньше;

    πρόθ. την συγκέντρωση — до собрания, перед собранием;

    πρόθ. δέκα χρόνια — десять лет тому назад;

    μιά στάση πρόθ. το τέρμα — предпоследняя остановка (транспорта);

    πρόθ. της ώρας τού ΰπνου — до сна;

    πρόθ. του πολέμου — до войны;

    πρόθ. την ώρα — или πρόθ. της ώρας — раньше времени, прежде времени; — преждевременно;

    πρόθ. από... — до..., перед...;

    μιά μέρα πρόθ. από... — за день до...;

    πρόθ. από πολλά χρόνια — много лет тому назад;

    πρόθ. από την αυγή — до зари;

    πρόθ. από σένα — раньше тебя;

    πρόθ. απ' όλα — прежде всего;

    4. (о, η, τό) предыдущее; прежнее; прошлое;

    μην κοιτάζεις τα πρόθ. — не смотри на прежнее;

    τον πρόθ. το μήνα είχαμε τον τρύγο — в прошлом месяце у нас был сбор винограда;

    από τα πρόθ. — предварительно, заранее

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρόθ.

См. также в других словарях:

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • στάση — η 1. θέση του σώματος: Δεν πήρες καλή στάση. 2. σταμάτημα και ο τόπος όπου γίνεται αυτό: Δεν κάνει πολλές στάσεις το λεωφορείο. – Θα κατέβω στην επόμενη στάση. 3. εξέγερση εναντίον μιας έννομης τάξης, ανταρσία: Κατέπνιξαν τη στάση στο αίμα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νίκα, στάση του- — Στάση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού (532), με βασική αιτία τη δυσφορία του πληθυσμού εναντίον της διοίκησης και ιδιαίτερα εναντίον της οικονομικής πολιτικής του μισητού υπουργού Ιωάννη Καππαδόκη. Η στάση, που ονομάστηκε έτσι… …   Dictionary of Greek

  • στασῇ — στᾱσῇ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric) στάζω drop fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσῃ — στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor part act fem dat sg (attic epic ionic) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj mid 2nd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand aor subj act 3rd sg (doric) στά̱σῃ , ἵστημι make to stand fut ind mid 2nd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαισιοδοξία — Στάση απέναντι στη ζωήπου εκφράζεται με το να αντιμετωπίζει κανείς τα πάντα από την κακή τους όψη.Λέγεται και πεσιμισμός, από τη λατινική λέξη pessimus που σημαίνει χείριστος, κάκιστος. Ως φιλοσοφική θεωρία, αντίθετα μετην αισιοδοξία (οπτιμισμός) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»