-
21 κουφός
-
22 μανταλωμένος
η, ο запертый на засов, задвижку, щеколду, защёлку;μανταλωμένη πόρτα — дверь на запоре
-
23 μασώ
μασάω μετ.1) жевать; 2) есть, кушать;Μχει μέρες να μασήσει — он несколько дней ничего не ел;
3) перен. защемлять, прищемлять; сдавливать;η πόρτα μού μάσησε τοδάχτυλο я прищемил палец дверью; 4) перен. обирать (любовника);§ μασώ τα λόγια μου — увиливать от прямого ответа, говорить уклончиво, невнятно
-
24 ξεκλείδωτος
η, ο1) отпертый ключом, отомкнутый;άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη — он оставил дверь открытой; — он забыл запереть дверь на ключ;
2) доведённый до изнеможения -
25 παραβιάζω
-
26 πισινός
-
27 στρυμώ(χ)νω
(αόρ. (ε)στρύμωξα) 1. μετ.1) прижимать, припирать; стискивать, сдавливать; μας στρύμωξαν στον τοίχο нас прижали к стене; 2) теснить, стеснять; толкать; 3) перен. припирать к стене, ставить в безвыходное положение;2. αμετ., тж. στρυμώ(χ)νομαι — тесниться, жаться;
όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στην πόρτα все стеснились у двери;§ στρύμωξαν τα πράγματα положение осложнилось -
28 στρυμώ(χ)νω
(αόρ. (ε)στρύμωξα) 1. μετ.1) прижимать, припирать; стискивать, сдавливать; μας στρύμωξαν στον τοίχο нас прижали к стене; 2) теснить, стеснять; толкать; 3) перен. припирать к стене, ставить в безвыходное положение;2. αμετ., тж. στρυμώ(χ)νομαι — тесниться, жаться;
όλοι στρυμώχτηκαν μπροστά στην πόρτα все стеснились у двери;§ στρύμωξαν τα πράγματα положение осложнилось -
29 σφαλ(ν)ώ
-
30 σφαλ(ν)ώ
-
31 σφιχτός
η, ό1) сжатый; прижатый; сдавленный, стиснутый; зажатый;σφιχτό αγκάλιασμα — крепкое объятие;
σφιχτά χείλη — крепко сжатые губы;
2) тесный (об обуви, одежде);σφιχτο παπούτσι — тесная обувь;
3) тугой; затянутый, стянутый; крепко завязанный;σφιχτός κόμπος — тугой узел;
σφιχτό ελατήριο — тугая пружина;
σφιχτή πόρτα — тугая дверь;
σφιχτή βίδα — тугой винт;
4) густой; плотный; твёрдый;σφιχτό αυγό — крутое яйцо;
σφιχτό κρέας — жёсткое мясо;
5) крепкий, упругий, плотный;σφιχτό κορμί — упругое тело;
σφιχτό πλέξιμο — плотная вязка;
6) перен. скупой, прижимистый;έχει σφιχτό χέρι — он очень скуп;
7) страдающий запором -
32 φυραίνω
(αόρ. (ε)φύρανα) αμετ.1) терять в весе, объёме; усыхать; 2) ссыхаться; рассыхаться; εφύρανε η πόρτα дверь рассохлась; § εφύρανε το μυαλό του у него мозги высохли -
33 χαμηλός
-
34 χτύπησε
η σφαίρα пуля попела ему в ногу;8) ранить, подстреливать; убивать; χτύπησα ένα λαγό я подстрелил одного зайца; 9) нападать (на кого-л.); атаковать (кого-л.); μδς χτύπησαν με δυό μεραρχίες они атаковали нас двумя дивизиями; 10) упрекать, укорять; осуждать, резко критиковать; μου το χτύπησε κατά πρόσωπο а) он мне бросил упрёк прямо в лицо; б) он мне сказал, бросил это прямо в лицо; 11) наносить удар (кому-л.), уничтожать (кого-л.);χτύπησε τό κακό στη ρίζα του — искоренять зло;
12) поражать (о болезни и т. п.); давать осложнение;η οστρακιά τον χτύπησε στα νεφρά скарлатина дала осложнение на почки; τον χτύπησε τρέλλα он сошёл с ума; 13) пагубно воздействовать (на кого-что-л.); разрушать (о солнце, ветре); 14) ударить (о вине); τό κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι вино ударило ему в голову; § τα χτύπησε κάτω в знак протеста он подал в отставку;χτύπησε τό κεφάλι μου (στον τοίχο) — а) горько раскаиваться; — б) биться головой об стенку;
μου χτύπησε ένα πεντακοσάρικο он стащил у меня пятьсот драхм;μου χτύπησε κάτι γιά... он намекнул мне на...; 2. αμετ. 1) стучать (куда-л.); стучаться;χτύπησεά η πόρτα — в дверь стучат;
η βροχή χτύπησεάει στο παράθυρο — дождь барабанит в окно;
2) звучать;τό κουδούνι δε χτύπησεά — звонок не звонит;
τό ρολόγι χτύπησεάει — часы бьют;
χτύπησεάει προσκλητήριο — звучит сигнал «проверка»;
χτύπησεάει σιωπητήριο — звучит сигнал «отбой»;
3) наступать, наставать;χτύπησε κιόλα μεσημέρι уже наступил полдень; 4) стукаться, ушибаться, ударяться; χτύπησε (α)πάνω σε μιά πέτρα я ударился о камень; χτύπησε στο γόνατο я ушиб колено; 5) бросаться в глаза; производить впечатление;αυτό χτύπησεάει άσχημα — это производит дурное впечатление;
μου χτύπησε στο μάτι а) это привлекло моё внимание, это бросилось мне в глаза; б) у меня глаза на это разгорелись;6) биться; пульсировать;χτύπησεи η καρδιά μου — у меня сильно бьётся сердце;
η πληγή χτύπησεάει — рана пульсирует;
§ χτύπησεούν τα δόντια μου — у меня зуб на зуб не попадает;
μου χτύπησεάει στα νεύρα — это мне действует на нервы;
μου χτύπησε να... мне вздумалось...;1) — страдать; — убиваться (прост.);χτύπησειέμαι, χτύπησειούμαι
2) драться; сражаться -
35 χτυπώ
χτυπάω 1. μετ.1) бить, стучать (во что-л.); хлопать; топать; отбивать (такт); выбивать (дробь и т. п.);χτυπ την πόρτα — стучать в дверь;
χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι — стучать кулаком по столу;
χτυπώ τούμπανο — бить в барабан;
χτυπώ την καμπάνα — бить, звонить в колокол;
χτυπώ τό κουδούνι — звонить (в дверь);
χτυπ τα χέρια ( — или παλαμάκια) — хлопать (в ладоши), аплодировать;
/χτυπώ τα φτερά — хлопать крыльями;
χτυπώ κάποιον στον ώμο — хлопать кого-л. по плечу;
χτυπώ τα πόδια — топать ногами;
χτυπώ τον χρόνο — отбивать такт;
τό ρολόγι χτυπά δέκα часы бьют десять;2) бить, ударять; колотить; стегать (ремнём); 3) постигать (кого-л.), случаться (с кем-л.); τον χτύπησε μεγάλη συμφορά его постигло большое несчастье; 4) забивать (гвозди); 5) ковать (железо); 6) взбивать (масло, яйца и т. п.); 7) попадать (в цель); στο πόδι τον -
36 Όποιος καλά κλείνει, καλά ανοίγει
Όποιος καλά κλείνει, καλά ανοίγει– Πόρτα κλειστή, κεφάλι φυλαγμένο• Подальше положишь – поближе возьмешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος καλά κλείνει, καλά ανοίγει
-
37 Και τούτο να μου δίνεις, κι εκείνο να σου παίρνω, κι αυτό να μου χαρίζεις
Και τούτο να μου δίνεις, κι εκείνο να σου παίρνω, κι αυτό να μου χαρίζεις– Δως εμέ και του παιδιού μου κι ο άνδρας μου στην πόρτα• Дайте попить, а то есть так хочется, что и переночевать негдеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Και τούτο να μου δίνεις, κι εκείνο να σου παίρνω, κι αυτό να μου χαρίζεις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πόρτα-Παναγιά — Βυζαντινός ναός της Θεσσαλίας, 20 χλμ. περίπου ΝΔ των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Πύλη, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου Πορταϊκού, ανάμεσα στα λίγα σπίτια του παλιού οικισμού Πόρτα, που καταστράφηκε το 1822. Η εκκλησία αυτή ήταν το καθολικό ενός… … Dictionary of Greek
πόρτα — η (λ. λατ.) 1. θύρα, πύλη, είσοδος: Του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα (τον έδιωξε). 2. ως κύρ. όν., Πόρτα η τουρκική κυβέρνηση, αλλ. Υψηλή Πύλη ή Πύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόρτα — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Κέρκυρας του ομώνυμου νομού. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού … Dictionary of Greek
Πόρτα, Κάρλο — (Porta, 1775 – 1821). Ιταλός ποιητής. Η πρώιμη πολιτική του σάτιρα, στράφηκε εναντίον της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αργότερα επιτέθηκε έντονα κατά του αντιδραστικού καθεστώτος και της αυστριακής μοναρχίας. Ο Π., που θεωρείται ένας από τους… … Dictionary of Greek
Πόρτα, Τζιάκομο ντέλα — (Porta). Ιταλός αρχιτέκτονας (1540 – 1602). Ήταν μαθητής του Μιχαήλ Αγγέλου. Εργάστηκε στη Ρώμη και δέχτηκε την επίδραση του Βινιόλα. Από το 1573 επέβλεπε την ανέγερση του ναού του Αγίου Πέτρου. Στο διάστημα 1586 – 1593 κατασκεύασε τον κεντρικό… … Dictionary of Greek
Ντέλα Πόρτα, Τζάκομο — (Jacomo Della Porta, Ρώμη ;1540 – 1602). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ερμηνευτής του Μιχαήλ Αγγέλου, όπως όλοι οι μανιεριστές, ανέπτυξε όλη την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Τα έργα του κατέχουν εξέχουσα θέση στην εποχή της μετάβασης των… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek