-
1 παραβιάζω
-
2 οδηγία
η1) указание; совет; напутствие; 2) инструкция; директива;παραβιάζω τίς οδηγίες — нарушать инструкцию;
σύμφωνα με τίς οδηγίες — по инструкции, согласно инструкции;
3) предводительство, руководство;υπό την οδηγία — под водительством, под руководством
-
3 συμφωνία
η1) согласие; согласованность; гармония;αμοιβαία συμφωνία — взаимное согласие;
σε ( — или εν) συμφωνία — согласованно;
2) договорённость, уговор; договор, соглашение; сделка; контракт; пакт; конвенция;διμερής συμφωνία — двустороннее соглашение;
καταλήγω σε συμφωνία — приходить к соглашению, достигать соглашения;
κάνω (κλείνω — или συνωμολογώ) συμφωνία με τούς εξης όρους — заключить договор, контракт, сделку на следующих условиях;
παραβιάζω ( — или παραβαίνω) τη συμφωνία — нарушать договор, соглашение;
3) сходство, соответствие;συμφωνία χαρακτήρων — сходство характеров;
4) условие;με τη συμφωνία ότι ( — или να)... — с условием, что...;
5) грам, согласование;συμφωνία των χρόνων των ρημάτων — согласование времён;
6) муз. симфония -
4 σύνορο(ν)
τό1) (чаще πλ.) граница;περνώ (παραβιάζω) τα σύνορα — переходить (нарушать) границу;
φυσικά σύνορα — естественная граница;
2) перен. граница, грань -
5 σύνορο(ν)
τό1) (чаще πλ.) граница;περνώ (παραβιάζω) τα σύνορα — переходить (нарушать) границу;
φυσικά σύνορα — естественная граница;
2) перен. граница, грань
См. также в других словарях:
παραβιάζω — παραβιάζω, παραβίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 … Dictionary of Greek
παραβιάζω — παραβίασα, παραβιάστηκα, παραβιασμένος 1. ανοίγω κάτι με τη βία: Οι κλέφτες παραβίασαν την πόρτα του σπιτιού. 2. αθετώ συμφωνία, παραβαίνω νόμο: Το Σύνταγμα της Ελλάδας παραβιάστηκε πολλές φορές. 3. κάνω κάποιον να βιαστεί, πιέζω, στενοχωρώ πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβιάζω — παραβιάζομαι do pres subj act 1st sg παραβιάζομαι do pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβίαση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβιάζω, η με βίαιο τρόπο εισχώρηση ή διέλευση από κάπου 2. διάνοιξη κλειστού χώρου ή αντικειμένου με τη βία, διάρρηξη («παραβίαση τού χρηματοκιβωτίου») 3. (σχετικά με νόμο, καθιερωμένη τάξη, δίκαιο, έθιμο … Dictionary of Greek
παρασπονδώ — παρασπονδῶ, έω, ΝΑ [παράσπονδος] παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία αρχ. 1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα 2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον 3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω 4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις… … Dictionary of Greek
αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… … Dictionary of Greek
ανακογχυλιάζω — ἀνακοχγυλιάζω (Α) 1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του 2. κάνω γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κογχυλιάζω < κογχύλιον. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν] … Dictionary of Greek
αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα … Dictionary of Greek
απαραβίαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να παραβιάσει κανείς («το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο» «το απαραβίαστο των επιστολών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + παραβιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό… … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek