-
1 σφιχτ(ο)-
первая часть сложных слов, означ. крепко:σφιχτοδεμένος -
2 σφιχτ(ο)-
первая часть сложных слов, означ. крепко:σφιχτοδεμένος -
3 σφιγκτ-
см. σφιχτ\ -
4 σφικτ-
см. σφιχτ\
См. также в других словарях:
σφιχτ(ο)- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων στις οποίες δίνει την έννοια του δυνατά, στερεά· π.χ. σφιχταγκαλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)