Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+ιατρική

  • 61 εταιρ(ε)ία

    η
    1) общество;

    επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;

    ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;

    2):

    ,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;

    μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;

    ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;

    § Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εταιρ(ε)ία

  • 62 εταιρ(ε)ία

    η
    1) общество;

    επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;

    ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;

    2):

    ,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;

    μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;

    ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;

    § Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εταιρ(ε)ία

  • 63 μετέρχομαι

    (αόρ. μετήλθον) μετ.
    1) заниматься (чём-л.), иметь профессией;

    μετέρχομαι την ιατρική — быть врачом, заниматься медицинской практикой;

    μετέρχομαι τό επάγγελμα τού δικηγόρου — я — адвокат;

    2) использовать, применять;

    μετέρχομαι πάν μέσον — использовать любое средство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μετέρχομαι

  • 64 περίθαλψη

    [-ις (-εως)] η
    1) предоставление приюта; опека, забота; поддержка, помощь;

    περίθαλψη στούς σεισμοπαθείς — помощь пострадавшим от землетрясения;

    2) уход (за больными); обслуживание (больных);

    ιατρική περίθαλψη — медицинское обслуживание; — медицинская помощь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περίθαλψη

  • 65 σπουδάζω

    (αόρ. (ε)σπούδασα и (ε)σπούδαξα) 1. μετ.
    1) учить (кого-л.), давать образование (кому-л.); τον σπούδασε ο θειος του ему дал образование дядя; 2) изучать; штудировать (что-л.); заниматься (чём-л.); овладевать (какими-л. знаниями);

    σπουδάζω ιατρική — заниматься медициной;

    2. αμετ.
    1) учиться, быть учащимся какого-л. учебного заведения; 2) учиться (ка кого-л.);

    σπουδάζω ζωγράφος (μηχανικός) — учиться на художника (инженера);

    § σπουδάζω να... — стараться...;

    σπούδασε να μάθεις τί σκοπό έχει постарайся узнать его намерение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σπουδάζω

  • 66 συμβουλή

    η
    1) совет, рекомендация; наставление;

    ιατρική συμβουλή — совет врача;

    φιλική συμβουλή — дружеский совет;

    ακούω την συμβουλή — прислушиваться к совету;

    ακολουθώ τίς συμβουλές κάποιου — следовать чьйм-л. советам;

    2) консультация;

    γραφείο συμβουλών — консультация (учреждение);

    γραφείο νομικών συμβουλών — юридическая консультация;

    δίνω συμβουλή — консультировать, давать консультацию

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμβουλή

  • 67 check-up

    noun (a medical examination to discover the state of a person's health: my annual check-up.) γενική ιατρική εξέταση, τσεκ-απ

    English-Greek dictionary > check-up

  • 68 medical

    ['medikəl] 1. adjective
    (of healing, medicine or doctors: medical care; medical insurance.) ιατρικός
    2. noun
    (a medical examination.) ιατρική εξέταση

    English-Greek dictionary > medical

  • 69 medicine

    ['medsin]
    1) (a substance, especially a liquid for swallowing, that is used to treat or keep away disease or illness: a dose of medicine.) φάρμακο
    2) (the science of curing people who are ill, or making their suffering less (especially by means other than surgery): He is studying medicine.) ιατρική
    - medicinally

    English-Greek dictionary > medicine

  • 70 scan

    [skæn] 1. past tense, past participle - scanned; verb
    1) (to examine carefully: He scanned the horizon for any sign of a ship.) εξετάζω λεπτομερώς,ανιχνεύω
    2) (to look at quickly but not in detail: She scanned the newspaper for news of the murder.) ρίχνω μια γρήγορη ματιά
    3) (to pass radar beams etc over: The area was scanned for signs of enemy aircraft.) σαρώνω
    4) (to pass an electronic or laser beam over a text or picture in order to store it in the memory of a computer.) σκανάρω
    5) (to examine and get an image of what is inside a person's body or an object by using ultra-sound and x-ray: They scanned his luggage at the airport to see if he was carrying drugs.) κάνω ακτινογραφία
    6) (to fit into a particular rhythm or metre: The second line of that verse doesn't scan properly.) αναλύω μετρικά,έχω το σωστό μέτρο
    2. noun
    She had an ultrasound scan to see whether the baby was a boy or a girl; a brain scan; a quick scan through the report.) (ιατρική) -γράφημα

    English-Greek dictionary > scan

  • 71 медицина

    [μιντιτσύνα] ουσ. θ. ιατρική

    Русско-греческий новый словарь > медицина

  • 72 медицина

    [μιντιτσύνα] ουσ θ ιατρική

    Русско-эллинский словарь > медицина

  • 73 визитация

    θ.
    έλεγχος ντοκουμέντων πάνω στο πλοίο. || Ιατρική επίσκεψη στο νοσοκομείο.

    Большой русско-греческий словарь > визитация

  • 74 медицинский

    επ.
    ιατρικός• υγιεινός•

    -ая помощь ιατρική βοήθεια•

    медицинский институт ινστιτούτο ιατρικής•

    -ие средства τα φάρμακα•

    -ие работники οι υγειονομικοί•

    -ое свидетельство πιστοποιητικό γιατρού.

    εκφρ.
    - ая сестра – νοσοκόμα, αδελφή.

    Большой русско-греческий словарь > медицинский

  • 75 медосмотр

    α.
    ιατρική εξέταση.

    Большой русско-греческий словарь > медосмотр

  • 76 обследование

    ουδ.
    1. επιθεώρηση, έλεγχος.
    2. εξέταση•

    медицинское обследование ιατρική εξέταση.

    3. (εξ)ερεύνηση• ανίχνευση.

    Большой русско-греческий словарь > обследование

  • 77 обслуживание

    ουδ.
    1. εξυπηρέτηση• εκδούλευση•

    медицинское обслуживание ιατρική περίθαλψη•

    бригада отличного -я μπριγάδα άριστης εξυπηρέτησης των αγοραστών (πελατών).

    2. χειρισμός επίβλεψη•

    обслуживание машин επίβλεψη (λειτουργίας) μηχανών.

    Большой русско-греческий словарь > обслуживание

  • 78 освидетельствование

    ουδ.
    εξέταση•

    медицинское освидетельствование ιατρική εξέταση•

    освидетельствование трупа νεκρο-ψ ία.

    Большой русско-греческий словарь > освидетельствование

  • 79 осмотр

    α.
    1. περισκόπηση.
    2. έλεγχος, επιθεώρηση.
    3. εξέταση•

    врачебный осмотр ιατρική εξέταση.

    Большой русско-греческий словарь > осмотр

  • 80 пальпировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. δακτυλοψηλαφώ, κάνω διάγνωση ιατρική με δακτυλοψηλαφηση.

    Большой русско-греческий словарь > пальпировать

См. также в других словарях:

  • ιατρική — ιατρική, η και γιατρική, η 1. επιστήμη που μελετά τρόπους και μέσα για τη διατήρηση της υγείας και την καταπολέμηση των ασθενειών: Η σύγχρονη ιατρική χωρίζεται σε πολλούς κλάδους. 2. ιατρικό επάγγελμα: Ασκεί την ιατρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιατρική, εναλλακτική — Με τον όρο αυτό αναφέρονται διάφορες μέθοδοι πρόληψης και αντιμετώπισης ασθενειών που δεν εντάσσονται στη σύγχρονη συμβατική ιατρική του δυτικού κόσμου, γιατί θεωρούνται επιστημονικά αναπόδεικτες. Άλλοι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι… …   Dictionary of Greek

  • ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …   Dictionary of Greek

  • Ιατρική Μέλισσα — Τίτλος μηνιαίου ιατρικού περιοδικού που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Αναστάσιο Γούδα στο διάστημα 1853 58. Κατά το 1864 65 επανεκδόθηκε με τον τίτλο Μέλισσα Ιατρική …   Dictionary of Greek

  • ἰατρικῇ — ἰᾱτρικῇ , ἰατρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰατρική — ἰᾱτρική , ἰατρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»