-
1 ιατρικη
-
2 ιατρική
η медицина;πειραματική ιατρική — экспериментальная медицина
-
3 ἰατρική
врачебное искусство, медицина -
4 ιατρική
[иатрики] ουσ. Θ. медицина.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιατρική
-
5 ιατρική
[иатрики] ουσ θ медицина. -
6 ιατρικός
-
7 σικυα
-
8 είσοδος
η1) вход (действие и место);απαγορεύεται η είσοδος — вход воспрещён;
είσοδος δωρεάν — бесплатный вход;
μη στέκεσαι στην είσοδο — не стой у входа;
είσοδος του λιμένος — вход в порт;
2) вступление; поступление (куда-л.);είσοδ στην ακαδημία (στην ιατρική εταιρεία) — вступление в академию (в общество врачей);
είσοδος στη βουλή — избрание членом парламента;
3) доступ;4) переход (в другое состояние, к другой теме и т. п.); наступление (какой-л. поры); вступление (в какуюлибо пору);είσοδ στο χειμώνα — наступление зимы;
είσοδος στην εφηβική ηλικία — вступление в юношеский возраст;
5) стоимость входного билета;πόσο είναι η είσοδος στο θέατρο; — сколько стоит билет в театр?;
6) (постоянный) пропуск (на зрелищные мероприятия);έχω μιά είσοδο γιά τη διάλεξη — иметь разрешение на посещение лекции;
έχω ελεφθέρα είσοδο σ' όλα τα θέατρα — иметь постоянный пропуск во все театры
-
9 εκθέσεως
фото экспозиция, выдержка;6) изложение (событий и т. п.); отчёт; доклад; заключение;εκθέσεως πεπραγμένων — отчёт о сделанном;
εκθέσεως εξεταστικής επιτροπής — протокол экзаменационной комиссии;
εκθέσεως πραγματογνωμόνων — заключение экспертов;
εκθέσεως ιατρική (δικαστική) — медицинское (судебное) заключение;
εκθέσεως εξετάσεως μάρτυρος — протокол допроса свидетеля;
7) изложение, пересказ;εκθέσεως ιδεών — письменное сочинение (в учебном заведении);
§ εκθέσεως βρέφους — подкидывание, подбрасывание кому-л. ребёнка
-
10 εξασκώ
(ε) μετ.1) тренировать, упражнять;εξασκώ τη μνήμη (τη θέληση, το σώμα) μου — тренировать помять (волю, тело);
εξασκώ κάποιον σε... — упражнять кого-л. в чём-л.;
εξασκώ ζώα — дрессировать животных;
2) заниматься чём-л.; работать в какой-л. области;εξασκώ την ιατρική — заниматься врачебной практикой;
εξασκώ τό επάγγελμα τού δασκάλου — работать учителем;
3) выполнять, осуществлять;εξασκώ τα καθήκοντα μου — выполнять свои обязанности;
τα δικαιώματα μου — осуществлять свои права;4) оказывать (давление, влияние и т. п.);εξασκώ γοητεία — очаровывать
-
11 εξέταση
[-ις (-εως)] η1) рассмотрение; 2) осмотр; проверка; -контроль; испытание; обследование; исследование, анализ;ιατρική εξέταση — медицинское обследование;
εξέταση αίματος — анализ крови;
3) допрос; расследование;4) выспрашивание, расспрашивание; 5) экзамен;γραπτές (προφορικές) εξέτάσεις — письменные (устные) экзамены;
εισαγωγικές ( — или εισιτήριες) εξέτάσεις — вступительные экзамены;
απολυτήριες εξέτασεις — выпускные экзамены;
γραπτές πτυχιακές εξέτάσεις — дипломная работа;
υποβάλλω σε εξέταση — экзаменовать;
δίδω εξέτάσεις — сдавать экзамены;
πετυχαίνω στίς εξέτάσεις — выдержать экзамены;
§ η ιερή ( — или ιερά) εξέταση ( — святая) инквизиция
-
12 επιθεώρηση
[-ις (-εως)] η1) инспектирование; надзор; обследование, проверка; ревизия;τελωνειακή επιθεώρηση — таможенный досмотр;
2) инспекция;3) обзор, обозрение; 4) журнал (научный, литературный);ιατρική επιθεώρηση — медицинский журнал;
φιλολογική επιθεώρηση — литературный журнал;
5) театральное обозрение; ревю; сатирическое театральное представление;6) воен, смотр -
13 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
14 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
15 μετέρχομαι
(αόρ. μετήλθον) μετ.1) заниматься (чём-л.), иметь профессией;μετέρχομαι την ιατρική — быть врачом, заниматься медицинской практикой;
μετέρχομαι τό επάγγελμα τού δικηγόρου — я — адвокат;
2) использовать, применять;μετέρχομαι πάν μέσον — использовать любое средство
-
16 περίθαλψη
-
17 σπουδάζω
(αόρ. (ε)σπούδασα и (ε)σπούδαξα) 1. μετ.1) учить (кого-л.), давать образование (кому-л.); τον σπούδασε ο θειος του ему дал образование дядя; 2) изучать; штудировать (что-л.); заниматься (чём-л.); овладевать (какими-л. знаниями);σπουδάζω ιατρική — заниматься медициной;
2. αμετ.1) учиться, быть учащимся какого-л. учебного заведения; 2) учиться (ка кого-л.);σπουδάζω ζωγράφος (μηχανικός) — учиться на художника (инженера);
§ σπουδάζω να... — стараться...;
σπούδασε να μάθεις τί σκοπό έχει постарайся узнать его намерение -
18 συμβουλή
η1) совет, рекомендация; наставление;ιατρική συμβουλή — совет врача;
φιλική συμβουλή — дружеский совет;
ακούω την συμβουλή — прислушиваться к совету;
ακολουθώ τίς συμβουλές κάποιου — следовать чьйм-л. советам;
2) консультация;γραφείο συμβουλών — консультация (учреждение);
γραφείο νομικών συμβουλών — юридическая консультация;
δίνω συμβουλή — консультировать, давать консультацию
См. также в других словарях:
ιατρική — ιατρική, η και γιατρική, η 1. επιστήμη που μελετά τρόπους και μέσα για τη διατήρηση της υγείας και την καταπολέμηση των ασθενειών: Η σύγχρονη ιατρική χωρίζεται σε πολλούς κλάδους. 2. ιατρικό επάγγελμα: Ασκεί την ιατρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιατρική, εναλλακτική — Με τον όρο αυτό αναφέρονται διάφορες μέθοδοι πρόληψης και αντιμετώπισης ασθενειών που δεν εντάσσονται στη σύγχρονη συμβατική ιατρική του δυτικού κόσμου, γιατί θεωρούνται επιστημονικά αναπόδεικτες. Άλλοι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι… … Dictionary of Greek
ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα … Dictionary of Greek
Ιατρική Μέλισσα — Τίτλος μηνιαίου ιατρικού περιοδικού που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Αναστάσιο Γούδα στο διάστημα 1853 58. Κατά το 1864 65 επανεκδόθηκε με τον τίτλο Μέλισσα Ιατρική … Dictionary of Greek
ἰατρικῇ — ἰᾱτρικῇ , ἰατρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατρική — ἰᾱτρική , ἰατρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek