Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+ζωή+και+το

  • 61 βίος

    βίος, , das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > βίος

  • 62 αλήθεια

    αλήθεια η
    правда, истина
    Этим.
    дргр. < αληθής «истинный, верный, говорящий правду». В Новом Завете слово употребляется для обозначения вероучительной истины, и относится к личности Христа:

    εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή (Ιωάν.14, 6) — Я есмь путь и истина и жизнь (Ин.14, 6)

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αλήθεια

  • 63 даже

    (μόριο, επιτακτικό) κι ακόμα, κιόλας, επιπρόσθετα, επί πλέον•

    он потерял все свое состояние и даже жизнь αυτός έχασε όλη την περιουοία του, ακόμα και τη ζωή του•

    он любит даже своих врагов αυτός αγαπά ακόμα και τους εχθρούς του.

    Большой русско-греческий словарь > даже

  • 64 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 65 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 66 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 67 свободный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. ελεύθερος•

    -ые и крепостные крестьяне ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. απελεύθερος•

    свободный и раб απελεύθερος και δούλος.

    || ελεύθερος• λεύτερος•

    свободный гражданин ελεύθερος πολίτης•

    -ые люди ελεύθεροι άνθρωποι•

    -народ ελεύθερος λαός•

    -ая жизнь ελεύθερη ζωή•

    свободный выбор ελεύθερη εκλογή•

    -ые выборы ελεύθερες εκλογές•

    -ая мысль ελεύθερη σκέψη.

    2. ανεμπόδιστος•

    -ое дыхание ελεύθερη αναπνοή•

    свободный доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσοδος.

    || άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. || αβίαστος•

    свободный голос певца ελεύθερη φωνή του τραγουδιστή.

    || ο υπέρ το δέον ελεύθερος•

    -ая женщина ελεύθερη γυναίκα.

    3. περίσσιος, διαθέσιμος•

    -ое время ελεύθερος χρόνος•

    свободный стул ελεύθερο κάθισμα.

    4. αστερέωτος, αστέργιω-τος•

    свободный конец вервки ελεύθερη άκρη της τρ ι-χιάς.

    5. (χημ.)• μη ενωμένος•

    свободный кислород ελεύθερο οξυγόνο.

    εκφρ.
    - ая профессия – ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)• свободный художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση.

    Большой русско-греческий словарь > свободный

  • 68 θρεπτικός

    A able to feed or rear, τινος Pl.Plt. 267b, cf. 276b, 276c; nourishing,

    - ώτερα μῆλα Diph.Siph.

    ap. Ath.3.82f; - ώτατος οἶνος Mnesith.ib.1.32d.
    II of or promoting growth,

    ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική Arist.de An. 416a19

    ; ἡ θ. ψυχή ib. 415a23; τὸ θ. the principle of growth, Id.EN 1102b11; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1; opp. φθαρτικός, Polystr.p.23 W. Adv.

    - κῶς Porph.Gaur.1.1

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτικός

  • 69 προλαμβάνω

    προλαμβάνω, [tense] fut.
    A

    - λήψομαι Isoc.6.16

    : [tense] aor. προὔλαβον:—[voice] Pass., v. infr.1.5:— take or receive before,

    τὴν πόλιν Lys.26.9

    codd.;

    τὰ χωρία καὶ λιμένας D.2.9

    ; ἀργύριον π. receive money in advance, Id.50.14, 35;

    τὰ ἐφόδια Aeschin.1.172

    ;

    τρία τάλαντα παρά τινος Id.2.166

    ;

    ἅπαντα ἡμῶν τὰ χωρία D.3.16

    , etc.; also

    π. χάριν E. Ion 914

    (lyr.); μισθὸν τῆς ἀγγελίας for the message, Luc.Merc.Cond.37;

    γάλα μετὰ μέλιτος IG42(1).126.15

    (Epid., ii A.D.);

    π. τὴν ἡλικίαν Aeschin.1.162

    ; π. τὴν αὔξησιν begin their growth before, Thphr.HP8.1.4:—[voice] Pass., to be contained in advance,

    ἐν τῷ ὄντι ἄρα ζωὴ προείληπται καὶ ὁ νοῦς Procl. Inst. 103

    .
    2 take or seize beforehand, Aeschin. 3.142;

    τὴν ἀρχήν A.D.Synt.40.24

    ;

    ὅσα τῆς πόλεως π. D.18.26

    ; τοῦτο π., ὅπως σώσομεν provide that.., Id.3.2: c. part., προλαβὼν κατεγνωκότας ὑμᾶς having first procured your vote of condemnation, Id.24.77:—[voice] Pass.,

    σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου Corp.Herm.12.3

    .
    b get or take as a start, προειλήφασι πολὺν χρόνον have had a long start, PCair.Zen.60.5 (iii B.C.);

    π. τῆς νυκτὸς ὁπόσον ἂν δυναίμην Luc.Gall.1

    .
    3 take in preference,

    τι πρό τινος S.OC 1141

    .
    4 take away or off before,

    ἐκ γὰρ οἴκων προὔλαβον μόγις πόδα, μὴ θανεῖν E. Ion 1253

    .
    5 assume in advance,

    τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα Dam.Pr. 253

    ; προειλήφθω.. δισχιλίων σταδίων τὸ βάθος [εἶναι] Plb.34.6.7.
    II to be beforehand with, anticipate,
    1 c. acc. pers., get the start of,

    τὰς κύνας X.Cyn.5.19

    , v. infr. 3;

    π. τῷ λόγῳ τινάς D.Prooem. 29

    ; βραχὺν χρόνον π. ἡμᾶς, i.e. in dying, Plu.2.117e;

    π. τῇ ῥιζώσει τοὺς χειμῶνας Thphr. HP8.1.3

    , cf. CP3.24.3: c. gen. pers.,

    προλαβών μου ὥστε πρότερος λέγειν D.45.6

    ; ἵνα μὴ -λημφθῶμεν (i.e. by death) Diog.Oen.2.
    2 c. acc. rei, π. γόους, μαντεύματα, E.Hel. 339 (lyr.), Ion 407;

    τὸν καιρόν Plb.9.14.12

    , cf. Plu.Cam.34, etc.;

    τὸν ὄρθρον Luc.Am.15

    ; of mental anticipation,

    π. ὡς οὕτως ἔχον πρὶν γινόμενον οὕτως ἰδεῖν Arist. GA 765a28

    ;

    τὰ συμβησόμενα ταῖς ἐννοίαις Plb.3.112.7

    , cf. 3.1.7;

    τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ Luc.Am.8

    ;

    π. ὅτι.. Plu.2.102e

    , etc.
    3 c. gen. spatii, π. τῆς ὁδοῦ get a start on the way, Hdt.3.105;

    πολὺ τῆς ὁδοῦ π. Polyaen.7.29.2

    (but just above, π. ὡς πλείστην ὁδὸν τοὺς διώξοντας)

    ; π. ῥᾳδίως τῆς φυγῆς Th.4.33

    ; π. τῆς διώξεως get a start of the pursuers, D.S.16.94: metaph., μύθου προλαβοῦσα speaking first, Philicus in Stud.Ital.9.44, cf. 46.
    b generally, π. τῶν κηρύκων anticipate them, Arist.Rh. 1408b24; τοῦ χρόνου π. precede in point of time, Id.Metaph. 1050b5.
    4 c. dat. modi, π. τῷ δρόμῳ get a start in running, X.Cyn.7.7;

    τῇ διανοίᾳ Arist.Fr. 660

    ;

    τῇ φυγῇ Plu.Alex.20

    , Cic.47.
    5 c. inf.,

    προέλαβε μυρίσαι Ev.Marc. 14.8

    .
    6 detect,

    ἐν παραπτώματι Ep.Gal.6.1

    ([voice] Pass.).
    8 abs., προὔλαβε πολλῷ was far ahead, Th.7.80, cf. X.Cyn. 6.19, D.4.31, Plb.31.15.8; gain an advantage, D.37.15.
    b anticipate the event, prejudge,

    ἐπειδὰν ἅπαντ' ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε Id.4.14

    ;

    οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως..

    by anticipation,

    X.Cyr.1.2.3

    ; come before the time, opp. ὑστερίζειν, Gal. 7.353; of corn-buyers, buy earlier, SIG976.49 (Samos, ii B.C.):— [voice] Med.,

    προλαμβάνου Men.701

    :—[voice] Pass., τὸ προειλημμένον that which is prejudged, Hermog.Stat.1.
    c precede, go before, ὁ προλαβὼν βίος his previous life, Arg.2 D.22.3;

    τὰ προλαβόντα

    what precedes,

    Procop. Vand.2.16

    ; ἡ προλαβοῦσα τράπεζα the preceding meal, Lib.Or.57.24; also τῶν προλαβόντων τἢν μνήμην the memory of the past, Procop. Gaz.Pan.p.495 B.
    III repeat from the origin, Isoc.6.16;

    μικρὸν π. Id.16.24

    .
    IV Philos., form a preconception (cf. πρόληψις), prejudge,

    οἷα προειλήφαμεν Phld.D.3.13

    , cf. Sign.22:—[voice] Med., Id.D.1.13:— [voice] Pass., Id.Oec.p.57 J.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλαμβάνω

  • 70 καθαρός

    καθαρός, ά, όν (s. καθαρίζω; Hom.+)
    pert. to being clean or free of adulterating matter, clean, pure, of a cup Mt 23:26. σινδών clean linen (PGM 4, 1861; 2189; 3095; 5, 217) Mt 27:59. λίνον καθαρὸν λαμπρόν (v.l. λίθον; on this Philo, Mos. 2, 72) Rv 15:6. βύσσινον λαμπρὸν κ. 19:8; cp. vs. 14; ὠμόλινον κ. Hs 8, 4, 1. ὕδωρ pure, clean water (Eur., Hipp. 209; SIG 972, 169; PGM 4, 3252; Ezk 36:25; Philo, Spec. Leg. 3, 58; Mel., Fgm. 8b, 17; 40 P.) Hb 10:22. Of metals (Hdt. 4, 166; Aristot., Meteor. 383b, 1; Theocr. 15, 36 ἀργύριον; Plut., Alex. 684 [32, 9] ἄργυρος; Sb 4481, 13 σίδηρος) χρυσίον κ. pure gold (Diod S 3, 14, 4; Ex 25:31; 2 Ch 3:5) Rv 21:18a, 21; ὕαλος κ. clear crystal vs. 18b. In the fig. lang. of Ignatius, referring to martyrdom, we have the concept κ. ἄρτος (Hdt. 2, 40; Teles p. 40, 11; Dio Chrys. 13 [7], 76 al.; Jur. Pap. 36, 29; POxy 736, 26) pure (wheat) bread, without admixture IRo 4:1. κ. φῶς pure light IRo 6:2.—ὁ λελουμένος ἐστὶν καθαρὸς ὅλος a person who has bathed is clean all over J 13:10a.
    pert. to being cultically/ceremonially pure, ritually pure (ins; PGM 4, 3084; 3085; LXX; Iren. 3, 12, 7 [Harv. II 60, 3]; Did., Gen. 177, 13) of the temple τὸ ἱερὸν … καθαρόν Ox 840, 17f. πάντα καθαρά everything is ritually pure, hence fit for use Ro 14:20; Tit 1:15ac.
    pert. to being free from moral guilt, pure, free fr. sin (Pind., P. 5, 2; Pla., Rep. 6 p. 496d καθαρὸς ἀδικίας τε καὶ ἀνοσίων ἔργων, Crat. 403e; 405b al.; LXX; PsSol 17:36; EpArist, Philo, Joseph.; TestBenj 8:2f; ἔχειν κ. ψυχήν Theoph. Ant. 1, 2 [p. 60, 22]).
    of a pers. as entity οἱ καθαροί Tit 1:15b; cp. J 13:10b, 11; 15:3. Christendom is Christ’s λαὸς κ. Hs 9, 18, 4. οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ (Ps 23:4) Mt 5:8; cp. PEg3 45 (τῇ καρδίᾳ restored), 47f (καρδίας restored). καθαρὸς τῇ συνειδήσει ITr 7:2b; guiltless Ac 18:6. καθαρά εἰμι ἐγὼ καὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω I am guiltless and still a virgin GJs 13:3. ἀπό τινος free from (Ps.-Demosth. 59, 78; Cass. Dio 37, 24, 2. Exx. fr. pap and ins in Dssm., NB 24 [BS 196]; PGM 13, 648; 1004; Gen 24:8; Pr 20:9; Tob 3:14; PsSol 17:36; Jos., Ant. 4, 222; Ath. 12, 3; ἀπὸ ἁμαρτίας Orig., C. Cels. 7, 50, 6) ἀπὸ τ. αἵματος (Sus 46 Theod.) Ac 20:26. ἀπὸ ῥύπου 1 Cl 17:4 (Job 14:4). καθαρός εἰμι ἐγὼ ἐξ αὐτῆς I am without guilt as respects her GJs 15:4. Before God ἐνώπιον αὐτοῦ 15:3.—Also of the Holy Spirit Hm 5, 1, 2, imagery of brightness.
    of things related to a pers. as a morally or spiritually responsible being κ. καρδία (Lucian, Nigr. 14 κ. ἦθος; Simplicius in Epict. p. 93, 49 ζωὴ κ.; Gen 20:5; Ps 50:12; cp. κ. ψυχή: Pythagoras in Diog. L. 8, 31; Diod S 12, 20, 2; 13, 29, 6; πνεῦμα κ. Ath. 27:1) 1 Ti 1:5; 2 Ti 2:22; 1 Pt 1:22; B 15:1; 1 Cl 18:10; Hv 3, 9, 8; σάρξ Hs 5, 7, 1; κ. συνείδησις (POslo 17, 10 [136 A.D.]) 1 Ti 3:9; 2 Ti 1:3; 1 Cl 45:7 (cp. κ. συνειδός: Philo, Spec. Leg. 1, 203, Praem. 84); θρησκεία κ. Js 1:27. χεῖρες καθαραί (Aeschyl., Eum. 313, also Plut., Pericl. 8, 8; SIG 983, 5; Job 9:30; 22:30; Philo, Virt. 57; Jos., Bell. 5, 380, Ant. 4, 222; Just., D. 12, 3) B 15:1. μετάνοια κ. Hm 2:7; 12, 3, 2. διάνοια 1 Cl 1:8; Hs 4:7. αφ.11.6.14. m 5, 1, 3. ἔντευξιν 10, 3, 3.
    pert. to being pure ritually and morally, pure, ritual and moral purity merge (Simplicius in Epict. p. 111, 18) Lk 11:41. After a confession of sins καθαρὰ ἡ θυσία ὑμῶν D 14:1, 3. ὁ ἐντὸς θυσιαστηρίου ὢν καθαρός ἐστιν ITr 7:2a.—TWächter, Reinheitsvorschriften im griech. Kult 1910; FPfister, Katharsis.—M-M. Pauly-W. Suppl. IV ’35, 146ff.—DELG. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καθαρός

  • 71 μέλλω

    μέλλω (Hom.+) fut. μελλήσω; impf. ἔμελλον (all edd. J 6:6; Ac 21:27) and ἤμελλον (all edd. Lk 7:2; 19:4; J 4:47; 12:33; 18:32; Hb 11:8; s. B-D-F §66, 3; W.-S. §12, 3; Mlt-H. 188. In Att. ins the ἠ-appears after 300 B.C. [Meisterhans3-Schw. 169]. In IPriene ἐ-occurs only once: 11, 5 [c. 297 B.C.]).
    to take place at a future point of time and so to be subsequent to another event, be about to, used w. an inf. foll.
    only rarely w. the fut. inf., w. which it is regularly used in ancient Gk. (Hom. et al.), since in colloquial usage the fut. inf. and ptc. were gradually disappearing and being replaced by combinations with μέλλω (B-D-F §338, 3; 350; s. Rob. 882; 889). W. the fut. inf. μ. denotes certainty that an event will occur in the future μ. ἔσεσθαι (SIG 914, 10 μέλλει ἔσεσθαι; 247 I, 74 ἔμελλε … [δώσε]ιν; Jos., Ant. 13, 322; Mel., P. 57, 415) will certainly take place or be Ac 11:28; 24:15; 27:10; 1 Cl 43:6; cp. Dg 8:2.
    w. the aor. inf. (rarely in ancient Gk. [but as early as Hom., and e.g. X., Cyr. 1, 4, 16]; Herodas 3, 78 and 91; UPZ 70, 12 [152/1 B.C.]; PGiss 12, 5; POxy 1067, 17; 1488, 20; Ex 4:12; Job 3:8; 2 Macc 14:41; JosAs 29:3; ParJer 9:13; GrBar 4:15 [Christ.]; ApcMos13; s. Phryn. p. 336; 745ff Lob.; WRutherford, New Phryn. 1881, 420ff) be on the point of, be about to, μ. ἀποκαλυφθῆναι be about to be revealed Ro 8:18. τὸ δωδεκάφυλον τοῦ Ἰσραὴλ μέλλον ἀπολέσθαι the twelve tribes of Israel that were about to be destroyed 1 Cl 55:6. ἤμελλεν προαγαγεῖν Ac 12:6. ἀποθανεῖν Rv 3:2. ἐμέσαι vs. 16. τεκεῖν 12:4.
    w. the pres. inf. So mostly (ca. 80 times in the NT.; oft. in lit., ins, pap, LXX; TestAbr B 4 p. 108, 14 [Stone p. 64]; ApcEsdr 6:23f p. 32, 2f Tdf.; EpArist; Demetr.: 722 Fgm. 7 Jac.; Just., A I, 51, 8; D. 32, 4 al.; Tat. 14, 1; Mel., P. 38, 263; Ath. 32, 1).
    α. be about to, be on the point of ἤμελλεν τελευτᾶν he was at the point of death (Aristot. Fgm. 277 [in Apollon. Paradox. 27] and Diod S 6, 4, 3 μέλλων τελευτᾶν; cp. Jos., Ant. 4, 83; 12, 357) Lk 7:2. Also ἤμελλεν ἀποθνῄσκειν (Artem. 4, 24 p. 217, 5 γραῦς μέλλουσα ἀποθνῄσκειν; Aesop, Fab. 131 P.=202 H.; 233 P.=216 H.; 2 Macc 7:18; 4 Macc 10:9) J 4:47. ἤμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν he was about to kill himself Ac 16:27. Of God’s eschat. reign μέλλειν ἔρχεσθαι 1 Cl 42:3. Of heavenly glory ἡ μέλλουσα ἀποκαλύπτεσθαι 1 Pt 5:1. Cp. Lk 19:4; J 6:6; Ac 3:3; 5:35; 18:14; 21:27; 22:26; 23:27.—Occasionally almost = begin ἤμελλον γράφειν Rv 10:4. ὅταν μέλλῃ ταῦτα συντελεῖσθαι πάντα when all these things are (or begin) to be accomplished Mk 13:4; cp. Lk 21:7; Rv 10:7.
    β. in a weakened sense it serves simply as a periphrasis for the fut. (PMich III, 202, 8ff; 13ff [105 A.D.].—Mayser II/1, 226) ὅσα λαλῶ ἢ καὶ μ. λαλεῖν (=ἢ καὶ λαλήσω) what I tell or shall tell Hm 4, 4, 3. So esp. oft. in Hermas: μ. λέγειν v 1, 1, 6; 3, 8, 11; m 11:7, 17; Hs 5, 2, 1. μ. ἐντέλλεσθαι v 5:5; m 5, 2, 8. μ. κατοικεῖν Hs 1:1; 4:2. μ. χωρεῖν (=χωρήσω) IMg 5:1. μ. βασιλεύειν GJs 23:2.—Substitute for the disappearing fut. forms (inf. and ptc. B-D-F §356); for the fut. inf.: προσεδόκων αὐτὸν μέλλειν πίμπρασθαι Ac 28:6; for the fut. ptc.: ὁ μέλλων ἔρχεσθαι Mt 11:14. ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν the one who was going to do this Lk 22:23; cp. 24:21; Ac 13:34. οἱ μέλλοντες πιστεύειν those who were to believe (in him) in the future 1 Ti 1:16; 1 Cl 42:4; Hm 4, 3, 3. μέλλοντες ἀσεβεῖν those who were to be ungodly in the future 2 Pt 2:6 v.l. (s. 3, end). Of Christ ὁ μέλλων κρίνειν 2 Ti 4:1; 7:2. οἱ μέλλοντες ἀρνεῖσθαι = οἱ ἀρνησόμενοι Hv 2, 2, 8. πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τοὺς ὑπεναντίους raging fire that will devour the opponents Hb 10:27.
    γ. denoting an intended action: intend, propose, have in mind μέλλει Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον Herod intends to search for the child Mt 2:13. οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι where he himself intended to come Lk 10:1. μέλλουσιν ἔρχεσθαι they intended to come J 6:15. Cp. vs. 71; 7:35; 12:4; 14:22; Ac 17:31; 20:3, 7, 13ab; 23:15; 26:2; 27:30; Hb 8:5; 2 Pt 1:12. τί μέλλεις ποιεῖν; what do you intend to do? Hs 1:5. οὐ μ. ποιεῖν I have no intention of doing MPol 8:2. μ. προσηλοῦν they wanted to nail him fast 13:3. μ. λαμβάνειν we wanted to take him out 17:2.
    to be inevitable, be destined, inevitable
    w. pres. inf. to denote an action that necessarily follows a divine decree is destined, must, will certainly … μ. πάσχειν he is destined to suffer Mt 17:12; B 7:10; 12:2; cp. 6:7. μ. σταυροῦσθαι must be crucified 12:1. μ. παραδίδοσθαι Mt 17:22; Lk 9:44; 16:5. ἔμελλεν ἀποθνῄσκειν J 11:51; 12:33; 18:32. ἐν σαρκὶ μ. φανεροῦσθαι B 6:7, 9, 14. Cp. Mt 16:27; 20:22; Ro 4:24; 8:13; Rv 12:5. οὐκέτι μέλλουσιν … θεωρεῖν they should no more see … Ac 20:38. τὰ μ. γίνεσθαι what must come to pass 26:22; cp. Rv 1:19. διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν those who are to inherit salvation Hb 1:14. μέλλομεν θλίβεσθαι that we were to be afflicted 1 Th 3:4.—Mk 10:32; Lk 9:31; J 7:39; Hb 11:8. ἐν ἡμέρᾳ ᾗ ἔμελλε θηριομαχεῖν on the day on which Paul was to fight the wild animals AcPl Ha 3, 9. ὡς μελλούσης τῆς πόλεως αἴρεσθαι in expectation of the city’s destruction 5, 16. ἄνωθεν μέλλω σταυροῦσθαι I (Jesus) am about to be crucified once more 7, 39.
    w. aor. inf. ἀποκαλυφθῆναι that is destined (acc. to God’s will) to be revealed Gal 3:23.
    The ptc. is used abs. in the mng. (in the) future, to come (Pind., O. 10, 7 ὁ μέλλων χρόνος ‘the due date’) ὁ αἰὼν μέλλων the age to come (s. αἰών 2b), which brings the reign of God (opp. ὁ αἰὼν οὗτος or ὁ νῦν αἰών) Mt 12:32; Eph 1:21; 2 Cl 6:3; Pol 5:2; cp. Hb 6:5. Also ὁ μ. καιρός (opp. ὁ νῦν κ.) 4:1. ἡ μ. ζωή (opp. ἡ νῦν ζ.) 1 Ti 4:8. ὁ μ. βίος (opp. ὁ νῦν β.) 2 Cl 20:2. ἡ μ. βασιλεία 5:5; ἡ οἰκουμένη ἡ μ. the world to come Hb 2:5. ἡ μέλλουσα πόλις (as wordplay, opp. [οὐ … ] μένουσα π.) 13:14. ἡ μ. ἐπαγγελία the promise for the future 2 Cl 10:3f. τὰ μ. ἀγαθά Hb 9:11 v.l.; Hv 1, 1, 8. ἡ μ. ἀνάστασις 1 Cl 24:1; τὸ κρίμα τὸ μ. the judgment to come Ac 24:25; cp. 1 Cl 28:1; 2 Cl 18:2; MPol 11:2. ἡ μ. ὀργή Mt 3:7; IEph 11:1. ἡ μ. θλῖψις Hv 4, 2, 5. τὰ μ. σκάνδαλα 4:9.—ἡ μέλλουσά σου ἀδελφή your future sister=the one who in the future will be your sister, no longer your wife Hv 2, 2, 3. Several times the noun can be supplied fr. the context: τύπος τοῦ μέλλοντος, i.e. Ἀδάμ Ro 5:14.—Subst. τὸ μέλλον the future (Aeneas Tact. 422; 431 al.; Antiphanes Com. [IV B.C.] 227 K.; Menand., Monostich. 412 [608 Jaekel] Mei.; Anacreont. 36; Plut., Caes. 14, 4; Herodian 1, 14, 2; SIG 609, 5; ViEzk 13 [p. 75, 12 Sch.]; Philo, Mel.) 1 Cl 31:3. εἰς τὸ μ. for the future (Jos., Ant. 9, 162) 1 Ti 6:19; specif. (in the) next year (PLond III, 1231, 4 p. 108 [144 A.D.] τὴν εἰς τὸ μέλλον γεωργείαν; s. Field, Notes 65) Lk 13:9. τὰ μ. the things to come (X., Symp. 4, 47; Aeneas Tact. 1050; Artem. 1, 36; Wsd 19:1; TestJob 47:9; JosAs 23:8; Philo; Just., D. 7, 1; Ath. 27, 2) Col 2:17; PtK 3 p. 15, 21. (Opp. τὰ ἐνεστῶτα the present as PGM 5, 295) Ro 8:38; 1 Cor 3:22; B 1:7; 5:3; 17:2. Ox 1081 39f (SJCh 91, 2) (s. ἀρχή 2). Uncertain 2 Pt 2:6 (if ἀσεβέσιν is to be retained, the ref. is to impending judgment for the impious).
    delay τί μέλλεις why are you delaying? (cp. Aeschyl., Prom. 36; Eur., Hec. 1094; Thu. 8, 78; Lucian, Dial. Mort. 10, 13; Jos., Bell. 3, 494 τί μέλλομεν; 4 Macc 6:23; 9:1) Ac 22:16. οὐ μελλήσας without delay AcPl Ha 8, 4. The connection in AcPt Ox 849, 1 is uncertain.—B. 974. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μέλλω

  • 72 φωτίζω

    φωτίζω fut. φωτίσω (1 Cor 4:5; Rv 22:5) and φωτιῶ (Rv 22:5 v.l.; TestLevi 4:3; s.Thackeray 228f); 1 aor. ἐφώτισα. Pass.: 1 fut. 3 sg. pl. φωτισθήσεται,-σονται; 1 aor. ἐφωτίσθην; pf. ptc. πεφωτισμένος (cp. φῶς; Aristot.+; ins, pap, LXX; En 5:8; Test12Patr; ParJer 9:3; Philo, Joseph., Just.; Mel., P. 35, 243 al.)
    intr. (Aristot.; Theophr.; Plut., Num. 4, 9; 8, 2; Sir 42:16; Philo, Dec. 49) to function as a source of light, to shine, of God (Ps 75:5) ἐπί τινα upon someone Rv 22:5.
    trans. to cause to be illumined, give light to, light (up), illuminate (Aristarch. Sam. [III B.C.] p. 358, 20 al.; Diod S 3, 48, 4 of the sun ἀκτῖσι τὸν κόσμον; Galen XIX p. 174 K.; PGM 3, 152; 4, 2345; IDefixWünsch 4, 14; 2 Esdr 19:12, 19 τὴν ὁδόν) τινά someone Lk 11:36; Rv 22:5 v.l.; τὴν πόλιν Rv 21:23. Pass. (Anaximander, Vorsokr. 12 A 1 [in Diog. L. 2, 1] ἀπὸ ἡλίου; Plut., Mor. 1120e; Diog. L. 7, 144 the whole earth ὑπʼ αὐτοῦ [the sun] φωτίζεσθαι) 18:1.
    trans. to make known in reference to the inner life or transcendent matters and thus enlighten, enlighten, give light to, shed light upon (φῶς 2; 3) fig. ext. of 2
    in imagery of the heavenly light that is granted the ‘enlightened one’ (cp. the prayer PGM 4, 990, that calls upon the μέγιστος θεός as τὸν τὰ πάντα φωτίζοντα καὶ διαυγάζοντα τῇ ἰδίᾳ δυνάμει τὸν σύμπαντα κόσμον; Herm. Wr. 1, 32 the inspired one prays to a deity for δύναμις and χάρις: ἵνα φωτίσω τοὺς ἐν ἀγνοίᾳ. S. also 13, 18; 19 τὸ πᾶν τὸ ἐν ἡμῖν σῷζε ζωή, φώτιζε φῶς, πνευμάτιζε θεέ; Philo, Fuga 139 and TestBenj 6:4 τ. ψυχήν; Sextus 97; ViHab 14 [p. 87, 6 Sch.].—GAnrich, Das antike Mysterienwesen 1894, 125f; GWobbermin, Religionsgesch. Studien 1896, 155ff; Rtzst., Mysterienrel. 3, 1927, 44; 264; 292); τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν (i.e. Christ, the heavenly Redeemer) φωτίζει πάντα ἄνθρωπον J 1:9 (s. Hdb. ad loc. and s.v. φῶς 1bα.—For the combination w. φῶς: ParJer 9:3; Cleom. [II A.D.] 2, 4 p. 188, 18 τὸ φῶς τὸ φωτίζον αὐτόν; Proclus on Pla., Cratyl. p. 103, 28 Pasqu.); φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου to enlighten everyone about God’s private/mysterious plan Eph 3:9 (perh. in the sense ‘instruct’, cp. 4 Km 17:27f). God is implored to grant πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας enlightened in the eyes of (your) heart = … your inward sight 1:18 (φωτίζειν ὀφθαλμούς: 2 Esdr 9:8; Ps 18:9; Bar 1:12). The Roman Christian community is πεφωτισμένη ἐν θελήματι (i.e. of God) IRo ins (cp. Just., D. 122, 3 ἐθνῶν πεφωτισμένων). οἱ ἅπαξ φωτισθέντες Hb 6:4; cp. 10:32.
    bring to light, reveal τὶ someth. (Polyb. 22, 5, 10; Epict. 1, 4, 31 τὴν ἀλήθειαν; Plut., Mor. 902c; Jos., Ant. 8, 143 the hidden mng. of a riddle; pass., Lucian, Calum. 32; Mel., P. 41, 285 τὸ εὐαγγέλιον) τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους that which is hidden in the dark 1 Cor 4:5. φ. ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου bring life and immortality to light through the gospel 2 Ti 1:10. Abs., foll. by indir. question φωτίσαι τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου to make clear what (God’s) mysterious plan is Eph 3:9 v.l.—DELG s.v. φάε C. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φωτίζω

  • 73 χάρισμα

    χάρισμα, ατος, τό (χαρίζομαι) that which is freely and graciously given, favor bestowed, gift (Sir 7:33 v.l.; 38:30 v.l.; Theod. Ps 30:22; TestSol; OdeSol 11:10; Philo, Leg. All. 3, 78 [twice]: γενέσεως δὲ οὐδὲν χάρισμα and δωρεὰ καὶ εὐεργεσία καὶ χάρισμα θεοῦ; SibOr 2, 54 θεοῦ χ.; Just., D. 82, 1; 88, 1.—Alciphron 3, 17, 4 [it is poss. that this comes fr. Attic comedy: Kock III p. 677]; BGU 1044, 4 [IV A.D.] of benefits bestowed. Other non-Jewish/Christian exx. of the word come fr. later times: BGU 551, 3; PLond I, 77, 24 p. 233; Sb 4789, 7; Achmes 4, 13; Nicetas Eugen. 6, 537f) in our lit. only of gifts of divine beneficence.
    gener., the earthly goods bestowed by God D 1:5. The privileges granted to the people of Israel Ro 11:29. The gracious gift of rescue fr. mortal danger 2 Cor 1:11. The spiritual possession of the believer Ro 1:11 (χάρισμα πνευματικόν); 1 Cor 1:7; ISm ins; IPol 2:2. The gracious gift of redemption Ro 5:15f; IEph 17:2. τὸ χάρισμα τοῦ θεοῦ ζωὴ αἰώνιος Ro 6:23.
    of special gifts of a non-material sort, bestowed through God’s generosity on individual Christians 1 Pt 4:10; 1 Cl 38:1. Of the gift for carrying out special tasks, mediated by the laying on of hands 1 Ti 4:14; 2 Ti 1:6. Of the power to be continent in sexual matters 1 Cor 7:7. Of spiritual gifts in a special sense (Just., D. 82, 1 and Iren. 5, 6, 1 [Harv. II 334, 2] προφητικὰ χ.; Orig., C. Cels. 3, 46, 12; Hippol., Ref. 8, 19, 2) Ro 12:6; 1 Cor 12:4, 9, 28, 30, 31.—S. in addition to the lit. s.v. γλῶσσα 3 also GWetter, Charis 1913, 168–87; EBuonaiuti, I Carismi: Ricerche religiose 4, 1928 259–61; FGrau, Der ntliche Begriff Χάρισμα, diss. Tübingen ’47; HHCharles, The Charismatic Life in the Apost. Church, diss. Edinburgh, ’58; APiepkorn, CTM 42, ’71, 369–89 (NT and Ap. Fathers); ENardoni, The Concept of Charism in Paul: CBQ 55, ’93, 68–80; TRE VII 688–93.—DELG s.v. χάρις. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > χάρισμα

  • 74 ἐλπίς

    ἐλπίς, ίδος, ἡ (s. ἐλπίζω; Hom.+ ‘expectation, hope’, also ‘foreboding’ Aeschyl. et al.)
    the looking forward to someth. with some reason for confidence respecting fulfillment, hope, expectation:
    gener. hope, expectation, prospect ἐπʼ ἐλπίδι (for the spelling s. 1bα below) in hope (Ps.-Pla., Alc. 1, 105a ἐπὶ τίνι ἐλπίδι ζῇς; Eur., Herc. Fur. 804; X., Mem. 2, 1, 18; Diod S 13, 21, 7; Jos., Ant. 4, 36) 1 Cor 9:10a in a quotation (source unknown; cp. Sir. 6:19). παρʼ ἐλπίδα contrary to (all human) expectation (Aeschyl., Ag. 899; Aeneas Tact. 1020; Lycophron vs. 535; Dionys. Hal. 6, 25; Appian, Bell. Civ. 3, 22 §85; Philo, Mos. 1, 250; Jos., Bell. 3, 183, Vi. 380; Just., D. 2, 5) Ro 4:18. W. objective gen. (Diod S 16, 55, 4 τῆς εὐεργεσίας ἐλπίς; Appian, Celt. 1 §9 ἐλπὶς ἀναβιώσεως; Jos., Vi. 325 ἐ. κέρδους; Just., D. 8, 3 ἐ. … ἀμείνονος μοίρας) ἐλπὶς τ. ἐργασίας hope of gain Ac 16:19; μετανοίας IEph 10:1; Hs 6, 2, 4; 8, 7, 2; 8, 10, 2. W. gen. of the inf. (Dositheus 19, 6 ἐ. τοῦ δύνασθαι; Ath. 33, 1 τοῦ συνέσεσθαι θεῷ) τοῦ σῴζεσθαι Ac 27:20; τοῦ μετέχειν 1 Cor 9:10b. ἐλπίδα ἔχειν (oft. LXX and non-bibl. wr.) w. gen. of the inf. τοῦ μετανοῆσαι Hs 8, 6, 5. τῇ ἐ. ἐσώθημεν we are saved (or possess salvation) only in hope/anticipation (not yet in reality) Ro 8:24 (Diod S 20, 40, 1 περιεβάλετο ταῖς ἐλπίσι μείζονα δυναστείαν=he entertained prospects of control over a larger realm). ἡ ἐ. ἡμῶν βεβαία ὑπὲρ ὑμῶν our expectations involving you are well founded (Paul is confident that the Cor. will hold out under oppression in the future as they have in the past) 2 Cor 1:7. Of the confidence that the Jews placed in their temple ματαία ἡ ἐ. αὐτῶν B 16:2 (on empty hope, s. Reader, Polemo 313).
    esp. pert. to matters spoken of in God’s promises, hope
    α. without specif. ref. to Christian hope ἐπʼ ἐλπίδι (for the spelling ἐφʼ ἑλπίδι s. B-D-F §14; Rob. 224 and cp. an ins fr. Asia Minor: PASA II, 1888, p. 89 ln. 15 ἐπʼ ἐλπίδος and ln. 26 ἐφʼ ἑλπίδος) in (the) hope (Diod S 13, 21, 7 ἐπʼ ἐλπίδι [σωτηρίας]) Ro 8:20 (B-D-F §235, 2); cp. Tit 1:2. ἐπʼ ἐλπίδι ἐπίστευσεν full of hope he believed (in God) Ro 4:18. The ἐπʼ ἐ. of Ac 2:26 could also be understood in this way, but it is also prob. that in this quot. fr. Ps 15:9 the OT mng. in safety (Judg 18:7 B, 27 B; Hos 2:20; Pr 1:33) is correct, as 1 Cl 57:7 (Pr 1:33), unless, with Lat., Syr., and Copt. transl. and Clem. Al., Strom. 2, 22 πεποιθώς is to be added. Of Israel’s messianic hope Ac 23:6 (ἐ. καὶ ἀνάστασις for ἐ. τῆς ἀν. [obj. gen.] as 2 Macc 3:29 ἐ. καὶ σωτηρία); 26:6; 28:20. In imagery of one who combines γνώσις with interest in ζωή Dg 12:6.
    β. of Christian expectation: abs. Ro 5:4f; 12:12; 15:13; 1 Cor 13:13 (cp. Pol. 3:3; on the triad: faith, hope, love s. on ἀγάπη 1aα; s. also WWeis, ZNW 84, ’93, 196–217); Hb 3:6; 6:11; 10:23; 1 Pt 3:15; Agr. 7; 2 Cl 17:7; IEph 1:2; IMg 7:1; expectation of resurrection 1 Cl 27:1. ἐ. ἀγαθή (Pla., Phd. 67c; X., Mem. 2, 1, 18 et al.; FCumont, Lux Perpetua ’49 p. 401–5 with numerous reff., including some from the mystery religions [IG V/2 p. 63: 64/61 B.C.]; μετὰ ἀγαθῆς ἐ. Hippol., Ref. 4, 49, 3; cp. ἐ. ἔχειν … ἀρίστας Orig., C. Cels. 4, 27, 14) 2 Th 2:16 (POtzen, ZNW 49, ’58, 283–85); ἐ. κρείττων Hb 7:19; ἐ. ζῶσα 1 Pt 1:3; cp. εἰς ἐ. B. 11:8. τὸ κοινὸν τῆς ἐ. the common hope 1 Cl 51:1; cp. κοινὴ ἐ. IPh 5:2; καινότης ἐλπίδος new hope IMg 9:1. W. subj. gen. Phil 1:20; ἐ. τῶν ἐκλεκτῶν 1 Cl 58:2; cp. 57:2. W. obj. gen., which designates the obj. of the hope (Ps.-Callisth. 1, 18, 1 ἱλαρὸς ἐπὶ τῇ τοῦ τέκνου ἐλπίδι=glad because of hope for the son; τῆς ἀναστάσεως Iren. 4, 18, 5 [Harv. II 208, 2]; Orig., C. Cels. 3, 3, 9; Did., Gen. 216, 16) ἐπʼ ἐ. τῆς ἐπαγγελίας because of hope in the promise Ac 26:6, cp. vs. 7; ἐ. ζωῆς αἰωνίου Tit 1:2; 3:7 (Ath. 33, 1); cp. B 1:4, 6; Hs 9, 26, 2; ἐ. τῆς δόξης τ. θεοῦ Ro 5:2; cp. Col 1:27; ἐ. σωτηρίας (cp. Aeneas Tact. ln. 14; Lucian, Abdic. 31; En 98:14; Philo, Leg. ad Gai. 329; Jos., Bell. 3, 194) 1 Th 5:8; 2 Cl 1:7. ἐλπίδα δικαιοσύνης ἀπεκδεχόμεθα Gal 5:5 is also obj. gen., since it is a blending of the two expressions ‘we await righteousness’ and ‘we have expectation of righteousness’ (cp. Job 2:9a προσδεχόμενος τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου); ἐ. τοῦ κυρίου ἡμῶν 1 Th 1:3 prob. belongs here also: hope in our Lord.—The gen. can also give the basis for the expectation: ἐ. τοῦ εὐαγγελίου hope that is based on the gospel Col 1:23; ἐ. τῆς κλήσεως the hope that is given w. the calling Eph 1:18; 4:4; ἐ. τῆς πίστεως hope that faith affords B 4:8; ὁ θεὸς τῆς ἐ. Ro 15:13. Sim. ἐ. εἰς (Plut., Galba 1061 [19, 6]; Achilles Tat. 6, 17, 5): ἐ. εἰς θεόν (εἰς τὸν θεόν Did., Gen. 150, 26) hope in God or directed towards God 1 Pt 1:21 (cp. AcThom 28 [Aa II/2, 145, 4]); εἰς τ. Ἰησοῦν B 11:11; cp. ἐ. ἐν (αὐτῷ Diod S 17, 26, 2): ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ Mt 12:21 v.l. ἐπὶ λίθον ἡ ἐ.; is (our) hope based on a stone? (w. ref. to Is 28:16) B 6:3.—As obj. of ἔχω: ἔχειν ἐλπίδα Ro 15:4; 2 Cor 3:12 (cp. Just., D. 141, 3); ἐ. μὴ ἔχοντες (Diod S 21, 12, 1 μηδεμίαν ἔχειν ἐλπίδα σωτηρίας) Eph 2:12; 1 Th 4:13; Hv 3, 11, 3; Hs 9, 14, 3; οὐκ ἔχουσιν ἐλπίδα (Wsd 3:18) Hv 1, 1, 9; ἀπώλεσάς σου τὴν πᾶσαν ἐ. 33, 7. W. ἐπί τινι in someone 1J 3:3 (cp. Appian, Bell. Civ. 3, 86 §354 ἐφʼ ἑνί; Lucian, Somn. 2; Ps 61:8; Is 26:3f; ἐπὶ τῇ μετανοίᾳ Orig., C. Cels. 3, 65, 17); likew. εἴς τινα (Thu. 3, 14, 1;—Appian, Liby. 51 §223 ἐλπίδα τῆς σωτηρίας ἔχειν ἔν τινι=place a hope of safety in someone) Ac 24:15; πρός τινα ibid. v.l. The obj. of the hope follows in the aor. inf. 2 Cor 10:15; in the acc. w. inf. Ac 24:15; w. ὅτι Ro 8:20f (v.l. διότι [q.v. 4]); Phil 1:20.
    that which is the basis for hoping, (foundation of) hope (ἐλπὶς … σύ, ὁ θεός PsSol 15:1; Thu. 3, 57, 4 ὑμεῖς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, ἡ μόνη ἐλπίς; Plut., Mor. 169c; Oenom. in Eus., PE 5, 23, 5: for the Athenians in the Persian Wars, σωτηρίας ἐλπὶς μόνος ὁ θεός=God was their only hope for deliverence; IG III, 131, 1; Jer 17:7) of a Christian community 1 Th 2:19; of Christ, our hope 1 Ti 1:1 (sim. POxy 3239 [II A.D.] of Isis; New Docs 2, 77; EJudge, TynBull 35, ’84, 8); cp. Col 1:27; IEph 21:2; IPhld 11:2; IMg 11; ISm 10:2; ITr ins; 2:2; Pol 8:1.
    that for which one hopes, hope, something hoped for (Vi. Aesopi G 8 P. ἀπὸ θεῶν λήμψεσθαι ἐλπίδας) ἐ. βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐ. something hoped for, when it is seen, is no longer hoped for=one cannot hope for what one already has Ro 8:24. διὰ τ. ἐλπίδα τὴν ἀποκειμένην ὑμῖν ἐν τ. οὐρανοῖς because of what you hope for, which is stored up for you in the heavens Col 1:5; προσδεχόμενοι τ. μακαρίαν ἐ. waiting for the blessed hope Tit 2:13 (cp. 2 Macc 7:14 τὰς ὐπὸ τοῦ θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας and Aristot. EN 1, 9, 10 οἱ δὲ λεγόμενοι διὰ τὴν ἐλπίδα μακαρίζονται of children who may be called fortunate in the present only because of latent promise). ἡ προκειμένη ἐ. Hb 6:18 (cp. Just., D. 35, 2 ἐν τῇ ἐ. κατηγγελμένῃ ὑπʼ αὐτοῦ).—PVolz, D. Eschatol. der jüd. Gemeinde ’34, 91ff; JdeGuibert, Sur l’emploi d’ ἐλπίς et ses synonymes dans le NT: RSR 4, 1913, 565–96; APott, D. Hoffen im NT 1915; WGrossouw, L’espérance dans le NT: RB 61, ’54, 508–32; DDenton, SJT 34, ’81, 313–20 (link w. ὑπομονή).—B. 1164. Schmidt, Syn. III 583–90. DELG s.v. ἔλπομαι. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐλπίς

  • 75 ἐπίγειος

    ἐπίγειος, ον (Pla. et al.; TestSol; TestAbr A 4, 81, 18 [Stone p. 10]; Philo; Jos., Ant. 6, 186; 8, 44; Just., A II, 5, 2; Tat. 32, 1; Mel., P. 39; Ath.)
    pert. to what is chacteristic of the earth as opposed to heavenly, earthly
    as adj. (Plut., Mor. 566d; M. Ant. 6, 30, 4 ἐ. ζωή; pap; TestJud 21:4; Ath. 31, 3 βίον) σῶμα 1 Cor 15:40 (opp. ἐπουράνιος; on this contrast s. below 1bα and MDahl, Resurrection of the Body ’62, 113–16). Of the body οἰκία ἐ. earthly dwelling (cp. Philo, Cher. 101) 2 Cor 5:1 (EEllis, Paul and His Recent Interpreters ’61, 40–43). W. the connotation of weakness (Lucian, Icarom. 2): σοφία earthly wisdom=human philosophy Js 3:15 (cp. Ath. 24, 5 [mutilated context]) cp. εὕρημα ἐ. an earthly (i.e. purely human) discovery Dg 7:1. πνεῦμα ἐ. earthly spirit of the spirit in false prophets Hm 9:11; 11:6, 11f, 14, 17, 19 (cp. Tat. 32, 1 λόγου τοῦ … ἐ.).
    as subst.
    α. τὰ ἐ. (M. Ant. 7, 48; Philo, Op. M. 101; 113; Just., A II, 5, 2; Ath. 27, 1 [both opp. τὰ ἐπουράνια].—Opp. τὰ ἐπουράνια as Herm. Wr. Fgm. 26 p. 544, 1 Sc. Cp. Philo, Op. M. 117; Mel., P. 39.) earthly things J 3:12 (LBrun, SymbOsl 8, 1929, 57–77); cp. Pol 2:1; Dg 7:2.
    β. οἱ ἐ.: in the expr. πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων Phil 2:10 the second of the three main concepts is not confined to human beings (cp. PGM 4, 225f; 3038ff, esp. 3042f πᾶν πνεῦμα δαιμόνιον … ἐπουράνιον ἢ ἀέριον εἴτε ἐπίγειον εἴτε ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον. 5, 166f πᾶς δαίμων οὐράνιος κ. αἰθέριος κ. ἐπίγειος κ. ὑπόγειος. 12, 67 θεοὶ οὐράνιοι κ. ἐπίγειοι κ. ἀέριοι κ. ἐπιχθόνιοι. 17a, 3 Ἄνουβι, θεὲ ἐπίγειε κ. ὑπόγειε κ. οὐράνιε. IDefixWünsch 4, 11; TestSol); cp. ITr 9:1.—IEph 13:2 it is impossible to say w. certainty from which nom. ἐπιγείων is derived, ἐπίγειοι or ἐπίγεια.
    pert. to earthly things, with implication of personal gratification, subst. worldly things τὰ ἐ. φρονεῖν think only of worldly things Phil 3:19.—DELG s.v. γῆ. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπίγειος

  • 76 тело

    тел||о
    с в разн. знач. τό σώμα/ ἡ σάρκα, ἡ σαρξ (плоть)/ ὁ νεκρός, τό λείψανο (останки):
    твердые \телоа фиэ. τά στερεά σώματα· инородное \тело τό ἐτερογενές σώμα· обнаженное \тело τό γυμνό σώμα· дрожать всем \телоом τρέμω ὁλόκληρος· вынос \телоа состоится... ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ θά γίνει...· ◊ быть в \телое εἶμαι παχύς· быть преданным душой и \телоом кому́-л. εἶμαι ἀφοσιωμένος σέ κάποιον ψυχή τε καί σώματι· держать кого́-л. в черном \телое κάνω τή ζωή μαύρη σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > тело

  • 77 κοιλιά

    κοιλία η
    1) живот; утроба; чрево (книжн.); брюхо, пузо (прост.);

    με ( — или μού) πονεί η κοιλ μου — у меня болит живот;

    γεμίζω την κοιλιά μου — насытиться; — набить брюхо, утробу (прост.);

    η ζωή του αρχίζει απ' την κοιλιά του και τελειώνει στην κοιλ του — он обжора, он думает только р том, как набить утробу;

    στην κοιλιά της μάννας — в утробе матери;

    2) анат. полость, желудочек;

    η κοιλία της καρδιάς (τού εγκεφάλου) — желудочек сердца (головного мозга);

    3) перен. выпуклость; вогнутость;

    στάμνα με μεγάλη κοιλιά — пузатый кувшин;

    κάνει κοιλιά ο τοίχος — стенка выпятилась;

    κάνω κοιλιάпровиснуть (о натянутой веревке и т. п.);

    § κάνω κοιλιά ( — или κοιλές) — отрастить живот, брюшко;

    έχει μεγάλη κοιλιά — он невозмутим;

    με την κοιλιά — ничком;

    με την κοιλιά στο στόμα — на сносях

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοιλιά

  • 78 Εύα

    Εύα η
    Ева –
    1) имя, данное Адамом своей жене. Ева была создана Богом из ребра Адама во время его сна;
    2) женское имя
    Этим.
    < евр. hawwah «живая, живущая» < hayah «жить». (Γέν. 3, 20) και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή (евр. hawwah) ότι αυτή μήτηρ πάντων των ζώντων (Быт. 3, 20) — И нарек Адам имя жене своей: Ева (Жизнь), ибо она стала матерью всех живущих

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Εύα

  • 79 бить

    бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.
    1. χτυπώ, πλήττω•

    бить молотком χτυπώ με το σφυρί.

    2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•

    лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.

    3. δέρνω•

    не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.

    4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    бить врага χτυπώ τον εχθρό.

    5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.
    6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).

    7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стекло σπάζω το τζάμι.

    8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•

    бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•

    бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.

    9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•

    часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•

    звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.

    10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•

    бить ключом αναβλύζω.

    || μτφ. κοχλάζω.
    11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•

    его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.

    12. τσοκανίζω, κόβω•

    бить монету κόβω κέρματα.

    εκφρ.
    бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•
    бить поклоныπαλ. κάνω μετάνοιες•
    бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•
    бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•
    жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•
    - в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•
    бить мимо цели – αστοχώ•
    бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•
    на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•
    бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).
    1. μάχομαι•

    биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.

    2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•

    биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.

    3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•

    птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•

    биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•

    женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.

    5. πονοκεφαλώ•

    биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.

    6. πάλλω•

    сердце бьется η καρδιά χτυπά.

    7. σπάζω, θραύομαι.
    εκφρ.
    бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•
    биться об закладπαλ. στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > бить

  • 80 вера

    θ.
    1. πίστη• θρησκεία•

    вера в Бога πίστη στο Θεό•

    вера в загробную жизнь πίστη στη μεταθανάτια ζωή•

    христианская вера η χριστιανική θρησκεία•

    человек иной -ы αλλόθρησκος.

    2. πεποίθηση•

    вера в успех дела πίστη στην επιτυχία της υπόθεσης.

    3. εμπιστοσύνη, μπέσα•

    торговля держится на -е το εμπόριο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    - ой и правдой служить – υπηρετώ ψυχή τε και σώματι•
    - принять на веру – παραδέχομαι με καλή πίστη.

    Большой русско-греческий словарь > вера

См. также в других словарях:

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — η 1. το να υπάρχει κάποιος: Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα (Σολωμός). 2. τρόπος ζωής: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. – Ειδυλλιακή ζωή. – Η ζωή στην επαρχία είναι ανυπόφορη. 3. ύπαρξη οργανικών ουσιών, όντων: Δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ζωή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • σεξουαλική ζωή — Το σύνολο των βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών, που αποτελούν τη βάση της σεξουαλικής επιθυμίας και τα μέσα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, από το βιολογικό σκοπό της διαιώνισης του είδους. Το άτομο δηλαδή που επιδιώκει …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό και Περιβαλλοντικό Φισκάρδου (Κεφαλονιάς) — Το μουσείο του όμορφου μικρού λιμανιού του Φισκάρδου λειτουργεί, από το 1998, στο παλαιό κτίριο που μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε το σχολείο και ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του τοπικού Ναυτικού και Περιβαλλοντικού Συλλόγου. Η συλλογή του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό και Ναυτικό Ιθάκης — Το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο της Ιθάκης ανήκει στο δήμο και λειτουργεί από το 1996 στο ανακατασκευασμένο κτίριο του παλαιού ηλεκτρικού σταθμού. Στην αίθουσα του ισογείου, δεξιά, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια πολύ πλούσια συλλογή από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης (Μεσολογγίου) — Το μουσείο και η πινακοθήκη φιλοξενούνται στο κτίριο που κατασκευάστηκε το 1937 και μέχρι πριν από μερικά χρόνια στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης (πλατεία Μάρκου Μπότσαρη). Στην είσοδό του υπάρχουν οι προτομές των δύο από τους πέντε πρωθυπουργούς… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλίας, Ιερά Μητρόπολη και Εξαρχία Νότιας Ευρώπης — Μητρόπολη με έδρα τη Βενετία, όπου υπάρχει κοινότητα ορθοδόξων Ελλήνων από το 1498. Ιδρύθηκε το 1991 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο και αναγνωρίστηκε από το ιταλικό κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με προεδρικό διάταγμα στις 16… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»