-
1 θρεπτικός
A able to feed or rear, τινος Pl.Plt. 267b, cf. 276b, 276c; nourishing,- ώτερα μῆλα Diph.Siph.
ap. Ath.3.82f; - ώτατος οἶνος Mnesith.ib.1.32d.II of or promoting growth,ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική Arist.de An. 416a19
; ἡ θ. ψυχή ib. 415a23; τὸ θ. the principle of growth, Id.EN 1102b11; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1; opp. φθαρτικός, Polystr.p.23 W. Adv.- κῶς Porph.Gaur.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεπτικός
См. также в других словарях:
φιλόθρεψ — ὁ, Α προσφιλές υιοθετημένο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. με α συνθετικό φιλ(ο) * και δυσερμήνευτο β συνθετικό θρεψ, το οποίο ανάγεται πιθ. στο θ. θρεπ τού ρ. τρέφω (πρβλ. θρεπ τικός)] … Dictionary of Greek