-
1 πρωϊότης
-
2 πρεσβυτής
-
3 προ-χειρότης
προ-χειρότης, ητος, ἡ, Bereitheit, Fertigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 249 u. a. Sp.
-
4 προ-βιότης
προ-βιότης, ητος, ἡ, voriges Leben, Clem. Al.
-
5 προ-βλής
προ-βλής, ῆτος, vorgeworfen, vorspringend, hervorragend; προβλῆτι σκοπέλῳ, Il. 2, 396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καϑήμενος, 16, 407; ἀκταὶ προβλῆτες, neben σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405, vgl. 10, 89. 13, 97; auch στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, Il. 12, 259, vorn vorgesetzte Pfähle, Pallisaden; ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, steile Ufer, Soph. Phil. 924 (vgl. auch προβολή); u. sp. D. : ὥς τις ἔπαλξις, Agath. 8 (V, 294); vgl. Archi. 18 (VII, 147); κατὰ προβλῆτος, Opp. Cyn. 5, 232, vgl. 2, 478; Qu. Sm. 10, 175.
-
6 πρᾱότης
πρᾱότης, ητος, ἡ, Sanftheit, Milde, nach Arist. Eth. 4, 5 die Tugend, welche eine μεσότης περὶ ὀργῆς ist; Ggstz ἀγριότης, Plat. Conv. 197 d, vgl. Crat. 406 a Theaet. 144 b; καὶ φιλανϑρωπία, Dem. 24, 51; Pol. 28, 3, 3 u. Sp., wie Plut., Ggstz ὀργιλότης.
-
7 πρᾱΰτης
-
8 πτερότης
πτερότης, ητος, ἡ, das Federn od. Flügel Haben, die Befiederung, Arist. partt. an. 1, 3.
-
9 πυκνότης
πυκνότης, ητος, ἡ, Dichte, Dichtigkeit; Ar. Nubb. 383; τῆς συγκλήσεως, Thuc. 5, 71; πυκνότητι χρυσοῠ πυκνότερον ὄν, Plat. Tim. 59 b; πλήϑει καὶ πυκνότησιν, Legg. V, 734 a; auch Häufigkeit, der μανότης entgeggstzt, VII, 812 d, wie Arist. eth. 5, 1, vom Fleische; τῶν μεταβολῶν, Häufigkeit, Isocr. 4, 116. – Uebertr., Bedachtsamkeit, Klugheit, εἴ σοι πυκνότης ἔνεστ' ἐν τῷ τρόπῳ, Ar. Equ. 1128.
-
10 πυῤῥότης
πυῤῥότης, ητος, ἡ, Feuerfarbe, röthliche, goldgelbe Farbe, Arist. de gener. anim. 5, 5.
-
11 παρα-φορότης
παρα-φορότης, ητος, ἡ, σώματος, Unbehülflichkeit des Leibes bei überzähligen Gliedern, schlechte körperliche Haltung, vgl. Plat. Tim. 87 e.
-
12 παρ-ισότης
παρ-ισότης, ητος, ἡ, Gleichheit, Sp.
-
13 παρα-δοξότης
παρα-δοξότης, ητος, ἡ, das Unerwartete, Wunderbare, Themist. 29 p. 344 c.
-
14 παρα-βλής
-
15 παρ-αλληλότης
παρ-αλληλότης, ητος, ἡ, das Gleichlaufendsein, Nebeneinanderstehen, ἐν παραλληλότητι, = ἐκ παραλλήλου, Gramm.
-
16 πατρότης
πατρότης, ητος, ἡ, Vaterschaft, Sp.
-
17 πατρικιότης
πατρικιότης, ητος, ἡ, das Patriciat, Sp.
-
18 παχύτης
-
19 πεπειρότης
πεπειρότης, ητος, ἡ, das Reifsein, Arist. plant. 2, 7.
-
20 περισσότης
περισσότης, ητος, ἡ, att. - ττότης, Ueberfluß, Uebermaaß, Uebertreibung; im plur., neben ϑαυματοποιίαι, Isocr. 10, 7; Pracht, Pol. 9, 10, 5; Gesuchtheit, z. B. im Styl; auch Vorzüglichkeit, D. Sic. 1, 94.
См. также в других словарях:
αξομολό(γ)ητος — η, ο αξεμολό(γ)ητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμολό(γ)ητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξεμολογήθηκε από ιερέα, αξαγόρευτος: Δεν ήθελε να μεταλάβει αξεμολόγητος. 2. εκείνος τον οποίο δε φανέρωσε κανείς, δεν εκμυστηρεύτηκε: Ορισμένες αμαρτίες του τις άφησε αξεμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμολό(γ)ητος — η, ο κοσμοξάκουστος, περίφημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πρωτοκούρης — ητος, ὁ, Α ο επικεφαλής τού εξαμελούς θρησκευτικού συλλόγου τών κουρήτων στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρής, ῆτος/ Κουρῆτες «θρησκευτικός εξαμελής θίασος στην Έφεσο»] … Dictionary of Greek
συμμεσότης — ητος, ἡ, Α το μέσο σημείο δύο ή περισσότερων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεσότης, ητος «μεσαίο σημείο, κέντρο» (< μέσος)] … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek
ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] … Dictionary of Greek
Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] … Dictionary of Greek