-
1 προ-χειρότης
προ-χειρότης, ητος, ἡ, Bereitheit, Fertigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 249 u. a. Sp.
-
2 προχειρότης
προ-χειρότης, ητος, ἡ, Bereitheit, Fertigkeit
1 προ-χειρότης
προ-χειρότης, ητος, ἡ, Bereitheit, Fertigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 249 u. a. Sp.
2 προχειρότης