-
1 πατρικιότης
πατρικιότης, ητος, ἡ, das Patriciat, Sp.
-
2 πατρικιότης
πατρικιότης, ητος, ἡ, das Patriciat
См. также в других словарях:
πατρικιότης — ητος, ἡ, Μ [πατρίκιος] το αξίωμα τού πατρικίου … Dictionary of Greek
πατρικιότητα — πατρικιότης patriciate fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικιότητι — πατρικιότης patriciate fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικιότητος — πατρικιότης patriciate fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)