Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πατρικιότης

См. также в других словарях:

  • πατρικιότης — ητος, ἡ, Μ [πατρίκιος] το αξίωμα τού πατρικίου …   Dictionary of Greek

  • πατρικιότητα — πατρικιότης patriciate fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικιότητι — πατρικιότης patriciate fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικιότητος — πατρικιότης patriciate fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»