1 πρωϊότης
πρωϊότης, ητος, ἡ, Frühzeitigkeit, frühzeitige Reise, Theophr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πρωϊότης
2 πρωϊότης
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > πρωϊότης
πρωϊότης — ητος, ἡ, Α [πρώϊος] (για καρπούς) η ιδιότητα τού πρωΐου, η πρωιμότητα … Dictionary of Greek
πρωιότητι — πρωιότης early fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)