-
1 ἡγέτις
-
2 ηγετις
-
3 προ-ποδ-ηγέτις
προ-ποδ-ηγέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Orph. Arg. 340.
-
4 προ-ηγέτις
προ-ηγέτις, ἡ, fem. von προηγέτης, Paul. Sil. ecphr. 199.
-
5 κυν-ηγέτις
κυν-ηγέτις, ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5, 13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antp. Sid. 18 (VI, 115), in dor. Form κυνᾶγέτις.
-
6 ἀρχ-ηγέτις
ἀρχ-ηγέτις, fem. zum vorig., πημάτων Lycophr. 1350; τῆς δυναστείας, Hauptstadt, Pol. 5, 58, 4; Παλλὰς Ἐρεχϑειδᾶν ἀρχαγέτι Inscr. 666, vgl. 476. 477.
-
7 αγετις
-
8 ἁγέτις
-
9 ηγέτης
ο, ηγέτις (-ιδος) η вождь, руководитель; лидер; глава;ηγέτης της αντιπολίτευσης — лидер оппозиции
-
10 προποδηγός
A going before to show the way, guide, Plu.2.58oc;σκίπωνα προποδαγόν AP6.294
(Phan.): fem. [suff] προποδ-ηγέτις, ιδος, Orph.A. 342.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προποδηγός
-
11 ἀρχηγέτις
ἀρχ-ηγέτις, Hauptstadt; Παλλὰς Ἐρεχϑειδᾶν ἀρχαγέτι Inscr. 666 -
12 κυνηγέτις
κυν-ηγέτις, ιδος, ἡ, αἰγανέα, der Jagdspieß
См. также в других словарях:
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
σκυλακαγέτις — ιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Εκάτης) αυτή που οδηγούσε τα σκυλιά στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + αγέτις (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. κυν ηγέτις] … Dictionary of Greek