-
1 κυνᾱγέτις
-
2 κυν-ηγέτις
κυν-ηγέτις, ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5, 13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antp. Sid. 18 (VI, 115), in dor. Form κυνᾶγέτις.
-
3 κυναγέσιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυναγέσιον
См. также в других словарях:
κυναγέτις — κυναγέτις, ιδος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυνηνέτης … Dictionary of Greek
κυνηγέτης — κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, ιδος και κυνηγέτρια, ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α) 1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ. β. «ἡμᾱς δεῑ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον… … Dictionary of Greek