-
1 ζώδια
-
2 ζῴδια
-
3 τρι-ζωδία
τρι-ζωδία, ἡ, die Zahl od. Verbindung dreier ζώ. δια des Thierkreises, Sp.
-
4 ὑποτακτικός
A post-positive, necessarily placed after something with which it is combined, e.g. μοι, opp. ὑποτασσόμενος (capable of being placed after, e. g. ἐμοί), A.D.Pron.35.22, cf. Adv. 126.21; ὑ. συλλαβαί, e.g. γμ, κμ, χμ, Id.Synt.7.9, cf. 58.3; ὑ. φωνῆεν a vowel which must come second in a diphthong, EM203.47, al.; στοιχεῖα (i.e. ι and υ) D.T.631.8; οὐχ ὑ. τῷ ν ¯ τὸ π ¯, π cannot follow ν, D.H.Comp.22. Adv. -κῶς, opp. προτακτικῶς, A.D. Synt.227.15.2 ὑ. ἄρθρον, i.e. ὅς, ἥ, ὅ, D.T.640.6, A.D.Pron. 110.14, Greg.Cor.p.385 S.;τὸ ὅς ὑποτακτικόν Ath.11.493b
;ὑ. σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.87.2
.3 of Verbs, ὑ. ἔγκλισις subjunctive mood, D.T.638.8, A.D.Synt.246.15, al.; τὰ καλούμενα ὑ. ῥήματα verbs in the subjunctive, ib.265.25, cf. Conj.243.13, 244.18, al.; ἐὰν τοῦτο -κὸν ᾖ if this is subjunctive, Phryn.337; ὑ. σύνδεσμος conjunction requiring the subjunctive, Thom.Mag.p.132 R.4 -τακτικόν, τό, a charm for bringing people into subjection, PMag. Lond.121.940; ὑ. Ἀπόλλωνος ib.124.36.5 ὑποτακτικὰ ζῴδια the feminine ζῴδια, i.e. even numbers beginning with Taurus, Cat.Cod.Astr.1.165, 5(1).187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτακτικός
-
5 θηλυκός
-
6 αντιθεω
(fut. ἀντιθεύσομαι)1) состязаться в беге(τινι Her.)
2) бежать в разные стороны(ἀντιθέοντες, sc. ζῴδια Anth.)
-
7 ενυφαινω
1) (об узорах, изображениях) ткать внутрь, вставлять в ткань(ἐνυφαίνεσθαι τῷ πέπλῳ Plut.)
ἐνυφασμένος — вотканный (ζῷα θώρηκι Her.; ζῴδια Arst.)2) украшать ткаными узорами(τέν πορφύραν Men.)
-
8 ζωδιον
1) фигурка, изображение животного(γλύφεσθαι ζῴδια Arst.; ζ. ἀργυροῦν Plut.)
κρητῆρα ζῳδίων πιμπλάναι Her. — покрыть чашу изображениями животных2) pl. знаки зодиака(δώδεκα ζῳδίων χῶραι Arst.)
τῶν ζῳδίων κύκλος Arst. — зодиак -
9 θηλυκος
31) женский, женского пола(σῶμα, ζῴδια Sext.)
2) женственный(γυναῖκες Arst.)
3) женоподобный(τῶν ἀρρένων ἔνια Arst.)
4) грам. женского рода -
10 τροπικος
3поворотныйτ. κύκλος Plat. — поворотный круг, тропик;
τὰ ζῴδια τροπικά Sext. — знаки зодиака;τροπικὰ σημεῖα Plut. — точки солнцеворота;αἱ τροπικαὴ ἡμέραι Arst. — дни солнцестояния -
11 βραδυκατάφορος
βρᾰδῠ-κατάφορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδυκατάφορος
-
12 βροχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροχικός
-
13 γεώδης
γεώδης, ες,A earth-like, earthy, Pl.Phd. 81c, Hierocl.in CA Praef. p.417 M.; γ. καὶ ἄλιθον with deep soil, X.An.6.4.5, al.;τὸ γ. Arist. GA 753a25
, 782b22; τὸ -εστερον ib. 751b3;γ. φῦλον Aristid.Or.43(1).14
;ἄνθρακες -έστατοι Thphr.HP5.9.1
.II epith. of certain ζῴδια, Vett.Val.10.11. -
14 διανθίζω
A adorn with flowers,δ. τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc.
Bis Acc.16 ([voice] Pass.); also with jewels, J.AJ8.5.2:—[voice] Pass., to be picked out, decorated,χλαμύδες διηνθισμέναι Plu.Phil.9
;κέδρου ζῴδια χρυσῷ διηνθισμένα Paus.6.19.12
;ξόανον χρυσῷ δ. Id.7.26.4
, cf. Hdn. 5.3.6; μηκέτι διηνθισμένος ποικιλίᾳ χρωμάτων, ὅλον δὲ λευκωθείς, of a leper, Ph.1.346.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανθίζω
-
15 διεκβάλλω
A pass a needle, string, etc., through, thread, Hero Bel.98.10, Heliod. ap.Orib.44.10.4, Gal.10.417.II intr. (sc. στρατόν), march through,Στυμφαλίαν Plb.4.68.5
, prob. in Plu.Pel.17.2 of rivers, boundaries, etc., δ. τὰ ὅρια εἰς .. LXXJo.15.8;ὁ Εὐφράτης δ. διὰ τοῦ Ταύρου Str.16.1.13
;δ. εἰς νότον καὶ βορρᾶ<ν> PLond.2.154.9
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκβάλλω
-
16 διμόρφωτος
δι-μόρφωτος, ον,A of twin form, ζῴδια, i. e. Gemini and Pisces, Man.4.452.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διμόρφωτος
-
17 ζῳδιακός
A of or for ζῴδια, ζῳδιακός (with or without κύκλος), ὁ, the Zodiac, Eudem. ap. Theo Sm.p.198H., Phld.Mus.p.100 K., Cleom.1.4, al., D.S.2.31, etc.; also ἡ ζῳδιακή (sc. ὁδός) Man.4.168. Adv. , Vett.Val.22.12, PMich.in Class.Phil. 22.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζῳδιακός
-
18 θερινός
Aἀνατολή Hp.
Aër.4, cf. Aph.2.25, Plb.3.37.4; θ. δύσεις, ἀνατολαί, Cleom. 1.9; θ. ζῴδια ib.6;μεσημβρία X.Cyn.6.26
; ; θ. τροπαί or τροπή, the summer solstice, ib. 767c, Arist.Mete. 364b2;τροπέων τῶν θερινέων Hdt.2.19
; θ. κύκλος, Tropic of Cancer, Ph.1.27; θ. τροπικός (sc. κύκλος) Euc.Phaen.p.34 M., Cleom.1.7, Gem.5.39, al.; θερινὸν ὑπηχεῖν to echo summer-like, Pl.Phdr. 230c; θερινά the summer-haunts of the sun, Id.Lg. 683c; ὄμβροι θ. Arist.HA 601b24;θ. ἄνεσις καὶ ἀπόλαυσις D.S.4.84
; θ. ὥρα Oenopid.ib.1.41; for summer use, (iii B.C.); νομαί, opp. χειμεριναί, PLond.3.842.12 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερινός
-
19 θηριώδης
θηρῐ-ώδης, ες,A full of wild beasts, infested by them, of countries,ἡ θ. Αιβύη Hdt.4.181
;ὄρεα -έστατα Id.1.110
; ἐν τῇ θ. [χώρῃ] Id.4.174, cf. 2.32; - εστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης full of ravenous fishes, Id.6.44.II of beasts, savage, Arist.PA 663a13;ἐπὶ τὸ -έστερον Id.HA 502b4
; τὸ θ., of a colt, E.Tr. 671.2 of men and manners, brutal,δίαιτα Hp.VM3
; [ βίοτος] E.Supp. 202, cf. SIG 704E11 (Delph., ii B.C.); ;βρίμωσις Phld.Ir.p.58W.
;κατάστασις OGI424.3
(Palestine, i A.D.);ὁ θ. ἐν τοῖς ἀνθρώποις σπάνιος Arist.EN 1145a30
; οἱ Αάκωνες.. θηριώδεις ἀπεργάζονται [τοὺς παῖδας] Id.Pol. 1338b12;ἡ θ. ἕξις Id.EN 1145a24
: [comp] Comp.-έστερος, ἄνθρωπος Plb.30.12.3
; τὸ θ. brutality, Pl.Cra. 394e, al. Adv.-ωδῶς, διακεῖσθαι πρὸς ὰλλήλους Isoc.11.25
, cf. Plb.15.20.3.3 ζῴδια θ.,= θηριόμορφα, Ptol.Tetr. 200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριώδης
-
20 κάθυγρος
κάθυγρ-ος, ον,A very wet, Hp.Aph.5.62; Χώρα, γῆ, Gp.2.13.1, Porph.Antr.28; of plants which grow in wet places, Thphr.HP1.4.2; Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4; Γαλάται ταῖς σαρξὶ κ. with flowing muscles, D.S.5.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθυγρος
См. также в других словарях:
ζῴδια — ζῴδιον small figure neut nom/voc/acc pl ζωίδιον small figure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek
ζωδιακός — ή, ό (Α ζῳδιακός, ή, όν) [ζῴδιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια νεοελλ. αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν τής εκλειπτικής, μέσα στην οποία… … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
παρηγεμονικός — ή, όν, Α φρ. «παρηγεμονικά ζῴδια» αστρολ. ζώδια που συνδέονται με τα κύρια σώματα τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α) * + ἡγεμονικός (< ἡγεμών)] … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
τερατώδης — ες /τερατώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέρας, ατος] 1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.) 2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους τής φύσης, μη φυσιολογικός,… … Dictionary of Greek
List of cities, towns and villages in Cyprus — Map of Cyprus Nicosia, Capital of … Wikipedia
СОЗВЕЗДИЯ — • Sidera, signa, άστρα, ζώδια, σήματα, знаки созвездий. Древние делили небо по известным знакам или фигурам, отмечая отдельные группы звезд фигурами, представляющими людей или зверей или даже орудия и сосуды. Это деление неба весьма… … Реальный словарь классических древностей
SIGILLA — in vestibus, ζώδια sunt, h. e. sigurae vel hominum vel bestiarum, aurô vel purpurâ expressae: sicut clavit, Graecis σημεῖα, rotundae vel quadratae solum, imaginem nullam exprimentes. Hinc ζωδιωτὰ, sigillata. Hesychio, ζωδιωτὸς χιτὼν, sigillata… … Hofmann J. Lexicon universale
SIGNA — et Statuae, similitudines sunt e solida materia, auro, argento, aere, marmore et ebore: Interim trifariam differunt. Nam Signum latius patet, quia vel Dei est vel hominis vel brutorum: Statua autem vel Huminis est, vel hominis. Praeterea Statuam… … Hofmann J. Lexicon universale