-
1 αντιθεω
(fut. ἀντιθεύσομαι)1) состязаться в беге(τινι Her.)
2) бежать в разные стороны(ἀντιθέοντες, sc. ζῴδια Anth.)
-
2 ενυφαινω
1) (об узорах, изображениях) ткать внутрь, вставлять в ткань(ἐνυφαίνεσθαι τῷ πέπλῳ Plut.)
ἐνυφασμένος — вотканный (ζῷα θώρηκι Her.; ζῴδια Arst.)2) украшать ткаными узорами(τέν πορφύραν Men.)
-
3 ζωδιον
1) фигурка, изображение животного(γλύφεσθαι ζῴδια Arst.; ζ. ἀργυροῦν Plut.)
κρητῆρα ζῳδίων πιμπλάναι Her. — покрыть чашу изображениями животных2) pl. знаки зодиака(δώδεκα ζῳδίων χῶραι Arst.)
τῶν ζῳδίων κύκλος Arst. — зодиак -
4 θηλυκος
31) женский, женского пола(σῶμα, ζῴδια Sext.)
2) женственный(γυναῖκες Arst.)
3) женоподобный(τῶν ἀρρένων ἔνια Arst.)
4) грам. женского рода -
5 τροπικος
3поворотныйτ. κύκλος Plat. — поворотный круг, тропик;
τὰ ζῴδια τροπικά Sext. — знаки зодиака;τροπικὰ σημεῖα Plut. — точки солнцеворота;αἱ τροπικαὴ ἡμέραι Arst. — дни солнцестояния
См. также в других словарях:
ζῴδια — ζῴδιον small figure neut nom/voc/acc pl ζωίδιον small figure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek
ζωδιακός — ή, ό (Α ζῳδιακός, ή, όν) [ζῴδιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια νεοελλ. αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν τής εκλειπτικής, μέσα στην οποία… … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
παρηγεμονικός — ή, όν, Α φρ. «παρηγεμονικά ζῴδια» αστρολ. ζώδια που συνδέονται με τα κύρια σώματα τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α) * + ἡγεμονικός (< ἡγεμών)] … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
τερατώδης — ες /τερατώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τέρας, ατος] 1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.) 2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους τής φύσης, μη φυσιολογικός,… … Dictionary of Greek
List of cities, towns and villages in Cyprus — Map of Cyprus Nicosia, Capital of … Wikipedia
СОЗВЕЗДИЯ — • Sidera, signa, άστρα, ζώδια, σήματα, знаки созвездий. Древние делили небо по известным знакам или фигурам, отмечая отдельные группы звезд фигурами, представляющими людей или зверей или даже орудия и сосуды. Это деление неба весьма… … Реальный словарь классических древностей
SIGILLA — in vestibus, ζώδια sunt, h. e. sigurae vel hominum vel bestiarum, aurô vel purpurâ expressae: sicut clavit, Graecis σημεῖα, rotundae vel quadratae solum, imaginem nullam exprimentes. Hinc ζωδιωτὰ, sigillata. Hesychio, ζωδιωτὸς χιτὼν, sigillata… … Hofmann J. Lexicon universale
SIGNA — et Statuae, similitudines sunt e solida materia, auro, argento, aere, marmore et ebore: Interim trifariam differunt. Nam Signum latius patet, quia vel Dei est vel hominis vel brutorum: Statua autem vel Huminis est, vel hominis. Praeterea Statuam… … Hofmann J. Lexicon universale