Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ζωρός

См. также в других словарях:

  • ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • ζωρός — pure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωρότερον — ζωρός pure adverbial comp ζωρός pure masc acc comp sg ζωρός pure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωρόν — ζωρός pure masc/fem acc sg ζωρός pure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροτάτη — ζωρός pure fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροτέροις — ζωρός pure masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροτέρου — ζωρός pure masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροτέρως — ζωρός pure masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροτέρῳ — ζωρός pure masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροῖς — ζωρός pure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωροῦ — ζωρός pure masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»