-
1 ζωηρός
-
2 ζωηρός
ζωηρόςliving: masc nom sg -
3 ζωηρός
A living and giving life, Suid. -
4 ζωηρός
ζωηρός, lebendig, belebend -
5 ζωηρός
η, ό [α, όν ]1) живой, подвижной, резвый; проворный;ζωηρό παιδάκι (πνεύμα) — живой ребёнок (ум);
2) (слишком) живой, шаловливый (о ребёнке);3) жизнерадостный; оживлённый, активный, энергичный;ζωηρή συζήτηση — оживлённое обсуждение, оживлённая беседа;
ζωηρή κίνηση — оживлённое движение (на улицах);
ζωηρή εμπορική κίνηση — оживлённая торговля;
4) живой, яркий, сильный; выразительный;ζωηρά χρώματα — живые, яркие краски;
ζωηρά μάτια — живые, выразительные глаза;
ζωηρή ανάμνηση (φαντασία) — живое воспоминание (воображение);
ζωηρό ενδιαφέρον — живой интерес;
-о μίσος глубокая ненависть;5) быстрый, энергичный (о походке);ζωηρός βηματισμός — твёрдый шаг;
6) живой, игривый, кокетливый;η κοπέλλα αυτή είναι πολύ ζωηρή — а) эта девушка очень живая, кокетливая; — б) девица лёгкого поведения
-
6 ζωηρός
[зоирос] εκ. живой, жизнерадостный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωηρός
-
7 ζωηρός
[зоирос] επ живой, жизнерадостный. -
8 ζωηρός
canlı, diri, yaramaz -
9 ζωηρός
vif -
10 ζωηρός
1) rześki przym.2) skoczny przym.3) żwawy przym.4) żywy przym. -
11 ζωηρός
1) čilý2) čiperný3) živý -
12 ζωηρός
1) lively2) skittish3) vivaciousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ζωηρός
-
13 vif
ζωηρός -
14 čiperný
ζωηρός -
15 lively
ζωηρός -
16 skittish
ζωηρός -
17 vivacious
ζωηρός -
18 rześki
ζωηρός -
19 skoczny
ζωηρός -
20 ζωηρά
ζωηρόςliving: neut nom /voc /acc plζωηρά̱, ζωηρόςliving: fem nom /voc /acc dualζωηρά̱, ζωηρόςliving: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ζωηρός — living masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος ζωή, δραστήριος: Ζωηρός άνθρωπος. 2. έντονος: Ζωηρό χρώμα. – Ζωηρή συζήτηση. 3. άτακτος: Ο μαθητής αυτός είναι πολύ ζωηρός μέσα στην τάξη. 4. ερωτιάρης: Η κόρη του γείτονα είναι λίγο ζωηρή. – Ζωηρός γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
Ζωηρός, Αλέξανδρος — (Βηρυτός 1842 – Κωνσταντινούπολη 1917). Γιατρός και λόγιος. Παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε ιατρική στην Πίζα και στο Παρίσι. Υπήρξε ιδιαίτερος γιατρός των ανακτόρων στην… … Dictionary of Greek
ζωηρά — ζωηρός living neut nom/voc/acc pl ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc/acc dual ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρότερον — ζωηρός living adverbial comp ζωηρός living masc acc comp sg ζωηρός living neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρόν — ζωηρός living masc acc sg ζωηρός living neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηροῦ — ζωηρός living masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… … Dictionary of Greek