-
81 живчик
-а α.1. βλ. живец.2. (απλ.) ζωηρός, ευκίνητος άνθρωπος.3. μυς ο μεγάλος, ο ζυγωματικός.4. σπερματοζωάριο, ζωοσπέρμιο. -
82 жирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός•-ая пища λιγδερή τροφή•
-ое мясо παχύ κρέας•
жирный обед λιπαρό φαγητό.
|| από λίπος•-ое пятно λεκές από λίπος.
2. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. || (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραψερός.3. μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας•-ая известь ασβέστη σαν γιαούρτη•
-ая земля παχιά γη.
4. μτφ. πηχτός, παχύρρευστος•-ая грязь πηχτή λάσπη.
5. χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος•жирный шрифт χοντρά στοιχεία τύπου•
жирный заголовок μεγάλη επικεφαλίδα•
-ые буквы χοντρά γράμματα.
εκφρ.жирный кусок – κέρδος ανε-παντεχο, κελεπούρι•жирно будет – θα είναι πάρα πολύ. -
83 залихватский
επ.θαρραλέος, τολμηρός, ριψοκίνδυνος• αγέρωχος. || ζωηρός, χαρούμενος, εύθυμος. -
84 здоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о1. υγιής, γερός• ζωηρός•здоровый организм γερός οργανισμός•
-вид ζωηρή όψη•
в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
|| μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•-ая политика σωστή πολιτική•
-ая критика σωστή κριτική•
-ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).
2. υγιεινός•здоровый ая пища υγιεινή τροφή•
здоровый воздух καθαρός αέρας.
3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.εκφρ.будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•по добру по –ву – ε το καλό•убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό. -
85 интенсивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. εντατικός, έντονος•интенсивный труд εντατική δουλείιά.
2. (για χρώμα) ζωηρός, χτυπητός. -
86 кипучий
επ., βρ: -пуч, -а, -е.1. αφρώδης• αφρισμένος•кипучий поток αφρισμένος χείμαρος.
2. μτφ. εντατικός, σφοδρός, ζωηρός•-ая деятельность μεγάλη δραστηριότητα.
|| θερμός, ορμητικός, με πάθος. -
87 лихой
лихой 1επ., βρ: лих, -а, -о(παλ. κ. απλ.) κακός, κακούργος, μοχθηρός, κακεντρεχής, κοκοήθης. || δύσκολος, χαλεπός, βαρύς, ζόρικος.εκφρ.-а беда начало ή начать – κάθε αρχή και δύσκολη.лихой 2επ., βρ: лих, -а, -о.1. τολμηρός, άφοβος, γενναίος, παλικαρίσιος• θαρραλέος.2. γρήγορος, ολοταχύς• ακάθεκτος, ορμητικός, λάβρος, θυμοειδής.3. ζωηρός, έντονος.4. ευκίνητος, σβέλτος, επιδέξιος• δεινός, δαιμόνιος. -
88 огневой
επ.1. πύρινος• με φωτιά.2. πυρό-χρωμος.3. μτφ. ζωηρός, φλογερός, σπινθηροβόλος (για μάτια, βλέμμα).4. μτφ. ευέξαπτος, θερμόα.ιμος.5. (στρατ.) του πυρός, των πυρών•-ое превосходство υπεροχή πυρός•
-ая завеса φραγμός τίυρών.
εκφρ.огневой бой – παλ. πυροβόλο όπλο κανόνι•- ая позиция – θέση πυροβόλου φωλιά πολυβόλου•- ые средства – μέσα πυρός•- ая точка – πυροβολείο, πολυβολείο, όλμο βολέ ίο•- йя речь – πύρινος λόγος. -
89 огурчик
-а α.1. αγγουράκι.2. (απλ.) ζωηρός φρέσκος, φρεσκάτος. -
90 оживлённый
επ. από μτχ.ζωηρός•-вид ζωηρή όψη•
оживлённый интерес ζωηρό ενδιαφέρο•
-ая улица πολυσύχναστος δρόμος.
-
91 определённый
επ. από μτχ.1. ορισμένος, καθορισμένος•встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.
2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.
4. ορισμένος κάποιος•в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•
в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•
это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.
5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.εκφρ.определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το). -
92 подвижной
κ. подвижныйεπ.1. κινητός, κινούμενος•-ые части машины τα κινητά μέρη της μηχανής•
-ая цель κινητός στόχος•
-ые мосты κινητές γέφυρες.
|| μετακινούμενος, μεταφερόμενος.2. ευκίνητος, γρήγορος, ευλύγιστος. || ζωηρός, δραστήριος, ρέκτης.εκφρ.подвижной состав – το τροχαίο σιδηροδρομικό υλικό. -
93 приподнятый
επ. ото μτχ. ζωηρός, ευδιάθετος, εύθυμος, κεφάτος ιλαρός φαιδρός•-ое настроение ιλαρότητα φαιδρότητα, κέφι.
|| εμφαντικός, στομφώδης•приподнятый стиль στομφώδες ύφος, στυλ.
-
94 проказливый
επ., βρ: -лив, -а, -оάτακτος, απείθαρχος• ζωηρός• σκανταλιάρης, -ικος. -
95 проказник
-а α.-ца, -ы θ.άτακτος, -η, απείθαρχος• ζωηρός• ταραχοποιός• σκανταλιάρης. -
96 пылкий
επ., βρ: -лок, -лка, -лко.1. εύφλεκτος, ευφλόγιστος,. που καίγεται εύκολα, γρήγορα•-ие дрова καυσόξυλα που καίγονται εύκολα.
|| μεγάλος•пылкий огонь μεγάλη φωτιά.
2. μτφ. διακαής, θερμός, διάπυρος, ένθερμος, φλογερός: ζωηρός•пылкий юноша φλογερός νέος•
-ое воображение ζωηρή (εξημμένη) φαντασία.
-
97 разбитной
επ.ζωηρός, πεταχτός• σβέλτος. -
98 разудалый
επ.πολύ τολμηρός• παράτολμος. || επιδέξιος, ευκίνητος. || ζωηρός, σφρ ιγηλός. -
99 раскачать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раскачанный, -чан, -а, -о.1. κουνώ, κινώ, ταλαντεύω• λικνίζω•раскачать маятник κουνώ το εκκρεμές.
2. κουνώ στον αέρα.3. σείω, δονώ, κλονίζω.4. μτφ. ζωηρεύω, διεγείρω, κεντώ.1. κουνιέμαι, ταλαντεύομαι.2. σείομαι, δονούμαι, κλονίζομαι.3. μτφ. ζωηρεύω, γίνομαι ζωηρός. -
100 резвый
επ., βρ: резв, резва, резво.1. ζωηρός, σβέλτος• αταχτούτσικος.2. γρήγορος, γοργοπόδαρος.
См. также в других словарях:
ζωηρός — living masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος ζωή, δραστήριος: Ζωηρός άνθρωπος. 2. έντονος: Ζωηρό χρώμα. – Ζωηρή συζήτηση. 3. άτακτος: Ο μαθητής αυτός είναι πολύ ζωηρός μέσα στην τάξη. 4. ερωτιάρης: Η κόρη του γείτονα είναι λίγο ζωηρή. – Ζωηρός γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
Ζωηρός, Αλέξανδρος — (Βηρυτός 1842 – Κωνσταντινούπολη 1917). Γιατρός και λόγιος. Παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε ιατρική στην Πίζα και στο Παρίσι. Υπήρξε ιδιαίτερος γιατρός των ανακτόρων στην… … Dictionary of Greek
ζωηρά — ζωηρός living neut nom/voc/acc pl ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc/acc dual ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρότερον — ζωηρός living adverbial comp ζωηρός living masc acc comp sg ζωηρός living neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρόν — ζωηρός living masc acc sg ζωηρός living neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηροῦ — ζωηρός living masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… … Dictionary of Greek