Перевод: со всех языков на все языки
ζωηρ
Ничего не найдено.
См. также в других словарях:
πονηράδα — η, Ν πονηρός τρόπος, πονηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κατάλ. –άδα (I)* (πρβλ. ζωηρ άδα, χλωμ άδα)] … Dictionary of Greek
Ничего не найдено.
πονηράδα — η, Ν πονηρός τρόπος, πονηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κατάλ. –άδα (I)* (πρβλ. ζωηρ άδα, χλωμ άδα)] … Dictionary of Greek