-
1 ζευγος
- εος (ους) τό1) парная запряжка(βοεικόν Thuc.; βοῶν NT.)
ἀροτῆρες ζεύγεα ἐλάστρεον Hom. — пахари погоняли (своих) запряженных волов2) запряженная парой повозка(ἐπὴ ζευγέων ἐλαύνειν Her.)
τινὰ ζεύγεϊ κομισθῆναι Her. — повезти кого-л. на повозке;λευκὸν ζ. Dem. — повозка, запряженная белыми конями3) иногда вообще запряжкаζ. τέθριππον Aesch. — квадрига;
ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει (= τεθρίππῳ) νενικηκέναι Plat. — одержать победу (в состязании) бигой или квадригой4) пара, два (двое)(ἱρήκων Her.; ἀετῶν Arst.)
πεδέων χρυσέων δύο ζεύγεα Her. — две пары золотых цепей;ζ. Ἀτρειδῶν Aesch. — двое Атридов (оба Атрида);ζ. φιλίας Plut. — пара друзей;ζ. ἐμβάδοιν Arph. — пара башмаков5) чета(ἑρωτικόν Luc.)
ζ. τριπάρθενον Eur. — три девы, т.е. Хариты
-
2 ζεύγος
-
3 ζεῦγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζεῦγος
-
4 ζεύγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζεύγος
-
5 ζεῦγος
парная упряжка, пара.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζεῦγος
-
6 ζεῦγος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζεῦγος
-
7 ανακρουω
Theocr. ἀγκρούομαι1) дергать назад, сдерживать, останавливать(ἵππον χαλινῷ Xen.; τὸ ζεῦγος Plut.)
2) med. ( о корабле) толкать в обратном направлении, давать задний ход, грести обратно, табанитьπρύμνην ἀνακρούεσθαι Her., Arph. — плыть кормой вперед, т.е. отступать лицом к противнику
3) med. медленно отступать, пятиться(πρὸς τέν πόλιν Thuc.)
παῦε μικρὸν ἀνακρούμενος перен. Luc. — погоди, вернемся немного назад;ἀ. ἐπὴ τὸν τοῦ Λυκούργου βίον Plut. — вернуться к законам Ликургаαὐτοῦ ταῦτ΄ ἀνακρουομένου Polyb. — после этих его вступительных слов
-
8 ορικος
I.3[ὀρεύς] запряженный муламиὀρικὸν ζεῦγος Plat., Aeschin., Plut. — пара мулов
II.3служащий для определения, определяющий, определительный Arst. -
9 οχυρος
3[ἔχω]1) крепкий, прочный(ξύλον Hes.)
2) сильный, неодолимый(ζεῦγος Ἀτρειδῶν Aesch.)
3) неприступный, укрепленный(παρθενῶνες Eur.; ὄρος Xen.; πόλις Polyb.)
-
10 πεδη
ἥ (преимущ. pl.)1) путы2) оковы, цепи(ἐς πέδας δῆσαί τινα Her.; θείνειν πέδας Aesch.)
πεδέων ζεῦγος Her. — пара оков3) «путы» ( способ выездки лошадей)(ἥ π. καλουμένη ἱππασία Xen.)
4) ножной браслет Arph., Luc. -
11 συγκρατος
2[adj. verb. к συγκεράννυμι См. συγκεραννυμι]1) смешанный Luc.2) крепко соединенный, тесно связанный(ζεῦγος Eur.)
-
12 τεθριππος
2запряженный четырьмя лошадьми, четырехконный(ζεῦγος Aesch.; ὄχος Eur.)
αἱ τέθριπποι ἅμιλλαι Eur. — состязание на четырехконных колесницах -
13 τριδουλος
21) являющийся рабом в третьем поколении, потомственный раб Soph.2) состоящий из трех рабов(ζεῦγος Arph.)
-
14 τριπαρθενος
-
15 ευάρμοστος
ος, ον подходящий, соответствующий; приличный;ευάρμοστον ζεύγος (των νεόνυμφων) — подходящая пара (о новобрачных)
-
16 2201
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2201
-
17 ze-u-ke-si
subst. n. dat.-loc. pl. PY Ub 1318 zeuges(s)i 'пара (обуви)'; ср. ζευγος 'пара, два'. -
18 ze-u-ke-u-si
subst. m. dat.-loc. pl. PY Fn 50, 79: zeugeusi 'пахари', букв, 'пашущие на паре волов', ср. ζευγος 'парная запряжка'.
См. также в других словарях:
ζεῦγος — yoke of beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek
ζεύγος — το ους, πληθ. ζεύγη, ζευγών, ζευγάρι: Ζεύγος υποδημάτων. – Ζεύγος δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεύγος δυνάμεων — Σύστημα από δύο δυνάμεις F και F’ που είναι ίσες και παράλληλες, αλλά έχουν αντίθετη φορά. Το ζ.δ. δεν μπορεί να αντικατασταθεί μόνο από μία δύναμη, γιατί η συνισταμένη του συστήματος έχει μέτρο μηδέν και το σημείο εφαρμογής της βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
Ζεύγος, Γιάννης — (Δόριζα, Μαντινεία 1897 – Θεσσαλονίκη 1947). Ψευδώνυμο του πολιτικού Ιωάννη Ταλαγάνη. Ήταν δάσκαλος, αλλά ασχολήθηκε με την πολιτική και φοίτησε στο Κομουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων Ανατολής της Μόσχας. Αναδείχθηκε μέλος της Κεντρικής… … Dictionary of Greek
ζεύγος βάσης — Ζευγάρι συνδεδεμένων βάσεων νουκλεοτιδίων, οι οποίες αλληλεπιδρούν μέσω δεσμών υδρογόνου και σχηματίζουν μια σειρά στη –σαν ανεμόσκαλα– δομή του DNA. Η ανάπτυξη δεσμών πραγματοποιείται μεταξύ των βάσεων αδενίνης θυμίνης και γουανίνης κυτοσίνης.… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρικό ζεύγος ή θερμοστοιχείο — Σύστημα δύο διαφορετικών μετάλλων που είναι συγκολλημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα κύκλωμα (το κάθε άκρο του ενός αγωγού κολλάει με το αντίστοιχο άκρο του άλλου). Στα κοινά άκρα του συστήματος εμφανίζεται μία… … Dictionary of Greek
ιερολαγόνιες αρθρώσεις — Ζεύγος σταθερών αρθρώσεων στο κάτω μέρος του σώματος, που βρίσκονται ανάμεσα σε κάθε πλευρά του ιερού και ενός λαγόνιου οστού. ιερολαγονίτιδα. Φλεγμονή των ι.α., που συνήθως προκαλείται από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συχνά εξελίσσεται σε… … Dictionary of Greek
Παξιμάδια — Ζεύγος νησιών του Λιβυκού πελάγους, στην είσοδο του κόλπου της Μεσσαράς της Κρήτης. Τα νησιά αυτά ήταν στην αρχαιότητα ένα, αλλά το κέντρο τους, που ήταν πολύ στενό, διαβρώθηκε από τη θάλασσα. Οι αρχαίοι Έλληνες τα αποκαλούσαν με το όνομα Λητώαι… … Dictionary of Greek
Σοφράνα — Ζεύγος μικρών νησιών στο νότιο Αιγαίο στο Καρπάθιο πέλαγος. Βρίσκονται σε απόσταση 45 μιλίων από το ακρωτήριο Κάβο Σίνεδρος της Κρήτης. Η βόρεια και μεγαλύτερη λέγεται Μεγάλο Σοφράνο και η νότια Μακρί ή Μικρό Σοφράνο. Ανάμεσά τους υπάρχει κι ένα… … Dictionary of Greek
Τουρλουρές — Ζεύγος μικρών νησιών στον κόλπο των Χανίων στην Κρήτη. Το μεγαλύτερο ονομάζεται και Θοδωρού από τον εκεί μικρό ναό των Αγίων Θεοδώρων. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Ακοίτιον και Κοίτη … Dictionary of Greek