Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τέθριππος

См. также в других словарях:

  • τέθριππος — with four horses yoked abreast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… …   Dictionary of Greek

  • τέθριππον — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem acc sg τέθριππος with four horses yoked abreast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρίπποις — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρίπποισι — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρίππου — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρίππους — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρίππων — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθρίππῳ — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθριππα — τέθριππος with four horses yoked abreast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθριπποι — τέθριππος with four horses yoked abreast masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»