-
1 εὖ
εὖ (ἠὺ coni. O. 5.16)1 wellaεὖ νιν ἔγνωκεν P. 4.287
“ εὖ καθορᾷς” P. 9.49τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93
εὖ οἶδ' ὅτι N. 4.43
ὁ δ' εὖ φράσθη N. 5.34
εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.41
bI εὖ πράσσω, prosperξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν P. 2.73
II εὖ τυγχάνω, succeed ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν (Hermann: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: εὖ δὲ τυχόντες Boeckh) O. 5.16 χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν (τὸ εὖ κοινόν. Σ.) P. 3.104III εὖ πάσχω, be successfulτὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων P. 1.99
, cf. P. 3.104εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
ἔραμαι ἐόντων εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι φίλοις ἐξαρκέων N. 1.32
IV εὖ ἀκούω, have a good reputationεὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99
, cf. N. 1.32 [ -
2 εὐζοία
1 good living δραπὼν ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον (Schr.: εὐζῴας Bergk: εὖ ζωᾶς codd.) Pae. 4.131 -
3 δρέπω
A : [tense] aor. 1ἔδρεψα Hdt.2.92
, ([etym.] ἀπο-) Pi.P.9.110: [tense] aor. 2 ἔδρᾰπον ib.4.130: [dialect] Aeol. subj.δρόπωσιν Alc.Oxy.1788
Fr.15 ii 23:—[voice] Med., [dialect] Dor. [tense] fut.δρεψεῦμαι Theoc.18.40
: [tense] aor.ἐδρεψάμην Od.12.357
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐδρέφθην Philostr.
V A8.7.5:—pluck, , Hdt.2.92, cf. E.El. 778, Ion 889 (lyr.);κασίην Hdt.3.110
: metaph., gain possession or enjoyment of, δ. τιμάν, ἥβαν, Pi.P.1.49, 6.48, etc.; δραπὼν εὐζωᾶς ἄωτον ib. 4.130;δ. κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο Id.O.1.13
;σοφίας καρπὸν δ. Id.Fr. 209
; λειμῶνα Μουσῶν δ., of a poet, Ar.Ra. 1300.II [voice] Med., pluck for oneself, cull,φύλλα δρεψάμεναι.. δρυός Od.12.357
;νάρκισσον.. δρεπόμην h.Cer. 429
;Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι ἄωτον Pi.N.2.9
; ;στεφάνως δρεψεύμεναι Theoc. 18.40
;κενεὰς ἐλπίδας ἐδρεπόμαν AP12.125
(Mel.);ἡδύσματα παρὰ τῆς ποιητικῆς Μούσης Jul.Or.7.207c
;ψυχὴν θείαν Orph.Fr. 228
; αἷμα δρέψασθαι cull the fruits of murder, A. Th. 718, cf. Bion 1.22: abs., E. Hipp.81: c. gen.,κατὰ καιρὸν ἐρώτων δ. Pi.Fr.123.1
. -
4 εὐζωΐα
εὐζω-ΐα, ἡ,A well-living, Arist.EN 1098b21, Hierocl. in CA Praef.p.416 M., al.; civil well-being, PMasp.19.28, al. (vi A. D.); also, means of subsistence, PLond.5.1708.20 (vi A. D.): trisyll., metri gr.,ἱερὸν εὐζῴας ἄωτον Pi.P.4.131
: pl.- ζωΐαι, opp. κακοζωΐαι, Herm.in Phdr.p.179 A.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский