-
1 εύγ'
-
2 εὖγ'
-
3 εὖγε
A well, rightly, in replies confirming or approving what has been said: as σοὶ γὰρ χαρίζομαι. Answ.εὖγε σὺ ποιῶν Pl. R. 351c
; ;εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε X.Cyn.6.19
: iron., ;εὖγε μέντἂν διετέθην Ar.Av. 1692
. -
4 συγγενής
συγγεν-ής, ές,A congenital, inborn,ἦθος Pi.O.13.13
;εὐδοξία Id.N.3.40
; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1;νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2
; ; παύροις.. ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag. 832;ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10
; πότμος ς. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT 1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA 518a18, 584a24; σημεῖα ς. birth-marks, ib. 585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph. 1047b31; αὔξει τὸ ς. increases its natural force, Id.EN 1119b9. Adv., - νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF 1293; v. σύμφυτος.II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl. 229: abs., akin, cognate,θεός A.Pr.14
; ; ; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17;σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr. 855
; of animals, Arist.HA 539a23, GA 747a31, al.: hence,b Subst., kinsman, relative, (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av. 368 (troch.);πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R. 378c
; ;γάμει τὴν συγγενῆ Id.929
: freq. in pl., οἱ ς. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children ([etym.] ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); .c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr. 291 (anap.), S.El. 1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι ς. if he had any connexion with him, S.OT 814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.2 metaph., akin, cognate, of like kind,τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq. 1280
(troch.), cf. Th. 574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach. 789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R. 611e
;τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg. 814d
;τοῖς.. λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA 788b9
, cf. Rh. 1398a21 ([comp] Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας ς. Pl.Phlb. 31a, cf. Phd. 79d, R. 403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo. 76a1;τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh. 1405a35
;σ. τέχναι Stoic.2.30
; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ ς. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv.,συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg. 897c
;σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1
(codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενής
-
5 εὔγναμπτος
εὔ-γναμπτος, ἐύγ. ( γνάμπτω): gracefully bent, Od. 18.294†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔγναμπτος
См. также в других словарях:
εὖγ' — εὖγε , εὖγε well indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιγνωμία — η αντίθεση γνωμών, αντιλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + γνώμη. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
διαπίστωση — η εξακρίβωση, η πλήρης απόδειξη μετά από έλεγχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διαπίστωσις μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρη] … Dictionary of Greek
επίστρωση — η 1. το να επιστρωθεί, να καλυφθεί μια επιφάνεια με άλλο υλικό, επένδυση («επίστρωση με ανοξείδωτο χάλυβα») 2. κάλυψη δαπέδου με οποιοδήποτε υλικό 3. το να στρώσει, να απλώσει κάποιος κάλυμμα σε τραπέζι, κλίνη κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι στρώνω. Η λ … Dictionary of Greek
επαρέσκομαι — ἐπαρέσκομαι (AM) μσν. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηρέσσατο εὐαρέστους ἐποίησεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρέσκομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
ετερόφωτος — η, ο και ετεροφώτιστος, η, ο 1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος 2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο») 3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή… … Dictionary of Greek
ετοιμοπαθής — ἑτοιμοπαθής, ές (Μ) ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ισόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιόμορφος 2. αυτός που έχει διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorph < iso (πρβλ. ισ(o] ) + morph < morphous … Dictionary of Greek
καταπτόηση — η εκφόβιση, εκφοβισμός, πανικός, κατατρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπτοῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταπτόησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
κατοχυρώνω — (ΑΜ κατοχυρῶ, όω, Μ και κατοχυρώνω) εξασφαλίζω, προστατεύω («κατοχύρωσε τα δικαιώματά της») νεοελλ. μσν. οχυρώνω κάτι καλά, θωρακίζω («κατωχύρωσεν... τὴν πόλιν πρὸς μάχην», Νικητ. Ευγ.) μσν. ενισχύω, ενδυναμώνω … Dictionary of Greek
μανδυοφόρος — ο αυτός που φορά μανδύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek