-
1 ὄγκον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄγκον
-
2 ογκος
Iὅ [ἀγκών]1) загнутый назад зубец стрелы, кривой наконечник, крюк стрелыνεῦρόν τε καὴ ὄγκοι Hom. — завязка ( укреплявшая наконечник на древке) и крючья
2) предполож. угол ( геометрический) Arst.IIὅ [ἤνεγκον]1) груда, куча, масса(φρυγάνων Her.; τῶν σαρκῶν Plat.)
μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Plat. — ни в массе, ни в количестве2) сумма, общее количество, итог(τοῦ ἀριθμοῦ Plat.)
ὄ. πλήθους Plat. — общая численность3) величина, размеры(πόλεως Plat.)
ἔχθρας μέγας ὄ. Plat. — сильная вражда4) тело, кусок, комὄ. γαστρός Eur. — утробный плод
5) протяжение, объем(τῆς φωνῆς Arst.)
ἐκ βαθέος καὴ ταπεινοῦ οἱ ὄγκοι Arst. — из глубины и низкости, т.е. высоты (образуются) объемы7) филос. атом Sext.8) величие, достоинство значение, тж. авторитет(ἔχει τιν΄ ὄγκον Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Eur.)
ὄ. μητρῷος ὀνόματος Soph. — полное достоинства звание матери9) гордость(ὄγκον δορὸς ἔχειν Eur.)
10) выспренность, высокий стиль(τῆς λέξεως, τοῦ ποιήματος Arst.)
-
3 αιρω
эп.-ион. ἀείρω (aor. ἦρα, ἤειρα и ἄειρα, pf. ἦρκα; med.: aor. 1 ἠράμην, pf. ἦρμαι; pass.: fut. ἀρθήσομαι, aor. ἤρθην, pf. ἦρμαι) тж. med.1) поднимать(ὑψόσε τι Hom.; τινὰ ἀπὸ γῆς Plat.)
ὅ αἰετὸς ἐς αἰθέρα ἀέρθη Hom. — орел поднялся в небо;ὀρθὸν αἴ. κάρα Aesch., — поднимать голову;ἥ μάχαιρά οἱ ἄωρτο Hom. — (сбоку) у него был подвешен нож;τινὸς ἄντα ἔγχος ἀεῖραι Hom. — поднять копье на кого-л.;ὅπλα ἀρέσθαι Xen. — пустить в ход оружие;τὰ σημεῖα ἤρθη Thuc. — сигнальные значки были подняты (к бою);ὀφθαλμὸν ἄρας, εἶδέ με Soph. — подняв глаза он увидел меня;κοῦφον αἴ. βῆμα ἔς τι Eur. — спешить куда-л.;τὸ ὕδωρ ᾔρετο Xen. — вода поднялась;αἴ. θεούς Plat. или μηχανέν αἴ театр. Plut. — поднимать на сцену машину с богами ( для развязки драматического действия), перен. пускать в ход чрезвычайные средства;ζυγὸν ἀ. Thuc. — принять на себя ярмо2) возводить, строить(τεῖχος Thuc.)
ὄλβος, ὃν Δαρεῖος ἦρεν Aesch. — процветание, которое создал Дарий3) захватывать, похищать, уводить(μῆλα ἐξ Ἰθάκης Hom.)
4) убирать прочь, удалять(τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Plat.)
ἀρθείσης τῆς τραπέζης Plut. — когда стол был унесен;εἰ θενεῖς τὸν ἄνδρα τοῦτον, αὐτὸς ἀρθήσει τάχα Arph. — если ударишь его, сам будешь немедленно уничтожен;συνθήκας ἄρασθαι Diog.L. — отменять (расторгать) договоры5) лог. отрицать(οὔτε αἴρειν τι, οὔτε τίθεσθαι Sext.)
6) подниматься7) стойко выдерживать, переносить(μόρον πολυπενθῆ Aesch.; ἆθλον Soph.)
8) med. приобретать, получатьἕλκος ἀρέσθαι Hom. — получить рану;
κῦδος ἀρέσθαι Hom. — стяжать славу;νίκας ἀρέσθαι Pind. — одержать победы;ὄγκον ἀρέσθαι Soph. — возгордиться9) med. брать (что-л.) на себя, предпринимать(πόλεμον Aesch., Her., Thuc., Xen.; πόνον Eur.)
πατρὴ δίκας ἀρέσθαι τῶν φονευσάντων πάρα Soph. — покарать убийц отца10) восстанавливатьἀπὸ σμικροῦ μέγα τι αἴ. Aesch. — вернуть былое величие чему-л.
11) преподносить, подавать(οῖνόν τινι Arph.)
αἶρε τὸ νᾶμα Theocr. — принеси воды12) воен. отправлятьτὰς ναῦς ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς Thuc. — выйдя на кораблях в море;
στόλον ἀπὸ τῆς χώρας ἆραι Aesch. — отплыть с флотом13) воен. отправлятьсяἄρας τῷ στρατῷ Thuc. — выступив в поход с войском;
ἆραι ἐκ τῶν Ἀχαρνῶν Thuc. — покинуть район Ахарны;νόστον ἀρέσθαι Eur. — пуститься в обратный путь14) увеличивать, расширятьὑψοῦ αἴ. θυμὸν λύπαισι Soph. — целиком предаваться своему горю;
ἥ δύναμις τῶν Ἀθηναίων ᾔρετο Thuc. — могущество афинян возросло;τῷ λόγῳ τὸ πρᾶγμα αἴ. Dem. — раздувать вопрос, преувеличивать значение дела;ῇρθη μέγας Dem. — он достиг большого могущества -
4 διαπαιζω
1) доигрыватьπαιδιὰ μέχρι δεῦρο διαπεπαισμένη Plat. — игра, которая велась до сих пор
2) разыгрывать, высмеивать(τὸν ὄγκον τινός διαπεπαιχώς Plut.)
-
5 διαφερω
(fut. διοίσω, aor. 1 διήνεγκα - ион. διήνεικα, aor. 2 διήνεγκον: aor. pass. διηνέχθην)1) носить в разные стороны(σκῆπτρα Eur.; καθάπερ ἐν κλύδωνι Plut.)
ἐπὴ λεπτοῦ ναυαγίου διαφέρεσθαι Plut. — носиться (по морю) на тонком обломке разбитого корабля2) разносить, раскладывать, распределять3) переносить, переводитьἔστησαν ὀρθαὴ καὴ διήνεγκαν κόρας Eur. — они встали и огляделись вокруг4) разносить, распространять(κηρύγματα Eur.; ἀγγελίας Luc.; φήμη τις διηνέχθη περί τινος Plut.)
— широко прославлять (τινά Pind.)5) разбрасывать, рассеиватьφυγῇ διαφέρεσθαι δι΄ ἀλλήλων Plut. — разбегаться в разные стороны
6) носить, вынашивать(γαστρὸς ὄγκον Eur.)
διενέγκασα καὴ τεκοῦσα Xen. — выносившая и родившая (ребенка)7) перевозить, доставлять8) вносить, подавать(ψῆφον Eur., Xen., Aeschin., Dem., Plut.)
ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν Thuc. — открыто проголосовать9) переносить, терпеть, сносить(ῥᾷστά τι Soph.; ἀργῶς τέν φυγήν Plut.)
10) ( о времени) вести, проводить(τὸν αἰῶνα Hom.)
θεοὺς σέβων βίον διήνεγκε Eur. — он прожил свою жизнь благочестиво;δ. τὸν πόλεμον Her. — вести затяжную войну (ср. 12);τέν νύκτα κλαίων διήνεγκε Plut. — он провел ночь в слезах11) существовать, жить12) вести до конца, заканчиватьπόλεμον διενείκας Her. — закончив войну (ср. 10)
13) переворачивать, опрокидывать(πάντ΄ ἄνω τε καὴ κάτω Eur.)
14) волновать, смущать, тревожить(διαλγές ἄτα διαφέρει τὸν αἴτιον Aesch.; δ. τὰς ψυχὰς πράγμασι καὴ φροντίσι Plut.): pass. волноваться, колебаться
πολλὰ διενεχθεὴς τῇ γνώμῃ (тж. τῷ λογισμῷ и τοῖς λογισμοῖς) Plut. — долго не зная, какое принять решение15) отличаться, разниться(τινί τινος Plat.)
δ. τινός Eur., Xen., Arph., τινί Xen., Plat., τι, πρός τι и κατά τι Arst., εἴς τι Xen. и ἔν τινι Xen., Dem.; — отличаться чем-л. (в чём)-л.;16) выгодно отличаться, превосходить(τινός τι Aeschin., Luc., τινά τινι Polyb., Diod., τινί τινος Plut., τινί Thuc., Aeschin., Polyb., Plut., εἴς τι Xen., Plat., ἐπί τινι Xen., ἔν τινι Isocr., πρός τι Aeschin. и κατά τι Xen.)
ἱμάτια διαφέροντα Plat. — отличные одежды;πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ μάχεσθαι Xen. — было гораздо выгоднее вести оборону, чем принять открытый бой;πεπραχέναι διαφέρον τι Polyb. — совершить нечто особенное, отличиться17) med. (aor. διηνέχθην)(тж. δ. ταῖς γνώμαις Polyb.) расходиться во мнениях (ἀλλήλοις Plat. и πρὸς ἀλλήλους Lys., Polyb.; περί τινος Her., Arph., Plat., ἀμφί τινος и ἔν τινι Xen.)
τὰ διαφέροντα Thuc. — спорные вопросы18) преимущ. impers. быть важным, иметь значение(τοῦτο διέφερε τοῖς Θηβαίοις Polyb.)
τὰ διαφέροντα (πράγματα) Thuc., Lys., Isae., Plut.; — важные вопросы;ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει Thuc. — это представляет для него личный интерес;οὔ τί οἱ διέφερε ἀποθανέειν Her. — он относился равнодушно к смерти -
6 ευογκον
-
7 ευσταλης
21) хорошо снаряженный(στόλος Aesch.)
2) (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный(σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.)
3) хорошо сидящий в седле(ἱππεύς Xen.)
4) легкий, подвижной(σῶμα Plut. - ср. 2)
5) легкий, нетяжелый(εὐ. τὸν ὄγκον Plut.)
6) легкий, благополучный(πλοῦς Soph.)
7) (тж. εὐ. τὸ σχῆμα Luc.) чинный, благовоспитанный(ἀνήρ Plat.)
8) правильный, нормальный(ὑστέρα Arst.)
-
8 σπειρασις
-
9 συμπεριτιθημι
облагать вокруг, окружатьσυμπεριτιθέναι τινὴ ὄγκον καὴ δόξαν Plut. — окружать кого-л. авторитетом и славой
См. также в других словарях:
Ὄγκον — Ὄγκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄγκον — ὄγκος 1 barb masc acc sg ὄγκος 2 bulk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
MAXILLA Asini recens occisi — Samsoni pro telo, Iudicum c. 15. v. 15. Ille enim e manu Philistaeorum elapsus, ruptis vinculis, quibus captivus detinebatur, cum incidisset in maxillam, eâ arreptâ, mille viros ex iis interfecit. Erat autem illa recens, cuius ossa adhuc succida… … Hofmann J. Lexicon universale
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
εντίκτω — ἐντίκτω (Α) 1. γεννώ κάπου («δόμοις τοῑσδ ἄρσεν ἐντίκτω κόρον», Ευρ.) 2. δημιουργώ, παράγω, εμπνέω («ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
κόλουσις — κόλουσις, ἡ (Α) [κολούω] βράχυνση, αποκοπή, κολόβωση (α. «ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κόλουσις», Αριστοτ. β. «ἡ κόλουσις κωλύσασα τὴν εἰς τὸν ὄγκον βλάστην», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
οκτάνιο — το 1. χημ. συνοπτική ονομασία δεκαοκτώ άκυκλων οργανικών ενώσεων, κορεσμένων ισομερών μεταξύ τους υδρογονανθράκων, από τους οποίους σημαντικότεροι είναι το κανονικό οκτάνιο ή, απλώς, οκτάνιο και το ισοοκτάνιο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό … Dictionary of Greek