-
1 ευογκον
См. также в других словарях:
εὔογκον — εὔογκος of good size masc/fem acc sg εὔογκος of good size neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… … Dictionary of Greek