-
121 ἐγκύκλιος
A circular, round, (lyr.), Aeschin.1.10;τὸ ἐ. σῶμα Arist.Cael. 286a11
; ἐ. κίνησις, φορά, motion in a circle, ib. 293a11, 296a35;δρόμημα θεῶν Corp.Herm.3.3
. Adv. - ίως in a circle, , cf. Euc.Phaen.p.2 M., Hero Aut.11.8, Plu.2.1004c; .II revolving in a cycle, recurrent: hence, at Athens, λῃτουργίαι ἐ. public services required regularly every year, opp. to those required at uncertain times, D.20.21; ἐ. δίκαια rights common to all citizens, Id.25.74.III ordinary, everyday,ἐν τοῖς ἐ. καὶ τοῖς καθ' ἡμέραν γιγνομένοις Isoc.3.22
, cf. 8.87, Arist.Pol. 1269b35; ἐ. διακονίαι everyday duties, ib. 1263a21;τὰ ἐ. καὶ πολιτικά Epicur.Sent.Vat.58
;ἡ ἐ. διοίκησις IG12
(5).653.56 (Syros, i B.C.); ἐ. ἀναλώματα ib.1.329; ἐ. [τέλη] taxes farmed out annually, ib.11(2).161 A36, 203 A 29 (Delos, iii B. C.);ταμίαι τῶν ἐ. SIG577.11
(Milet., iii/ii B. C.).b μεγάλοις ἐ. συμπτώμασιν (sc. πάθος) commonly liable to, Phld.Ir.p.29 W.3 ἐ. παιδεία general education, prior to professional studies, D.H.Comp.25, Plu.2.1135d;οἱ περὶ τὰ ἐ. παιδευταί Id.Alex.7
;τὰ ἐ. παιδεύματα Id.2.7c
, cf. Vitr.6 Praef.4, Quint.Inst. 1.10.1, Ath.4.184b, Luc.Am.45; also ἐ. ἀγωγή instruction in general knowledge, Str.1.1.22; ἐ. τέχνη Olymp.Alch.p.91 B.IV ἐγκύκλιον, τό, tax on sales, PLond.3.1200 (ii B.C.), PAmh.2.53 (ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκύκλιος
-
122 ἐκλειπτικός
A of or caused by an eclipse,σελήνης χρόνοι Hipparch.3.5.1a
;πανσέληνοι Plu.2.145c
; ἐπισκοτήσεις ib.932a;συγκρίσεις ἡλίου καὶ σελήνης Str.1.1.12
; ἀριθμός dub. in Doroth. ap. Heph.Astr.3.20; ἐκλειπτικόν, τό, part of moon's orbit in which eclipses take place, Gem.11.6, cf.Paul.Al.O.2; ἐ. ζῴδιον, τόπος, Vett.Val.5.28,7.10,al.II ὁ ἐ. (sc. κύκλος) ecliptic, = ὁ ἡλιακός, so called because it is the circle in the plane of which the sun and moon must be to produce eclipses, interpol. in Cleom.2.5, Ach.Tat.Intr.Arat. 23.III Gramm., elliptical, Pall.in Hp.2.145D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλειπτικός
-
123 ἐκμετρέω
A measure out, measure, ; ; ἐ. τὸν βίον to end life, to die, Tz. H.3.800: abs., measure a distance,ἐπὶ τὰς πόλεις LXXDe.21.2
:—freq. in [voice] Med., measure for oneself, measure out, ἄστροις..ἐκμετρούμενος χθόνα measuring, calculating its position by the stars (for he was an exile), S.OT 795; take measure of,τὰ ἐκείνου ὅπλα X.Cyr.6.4.2
, cf. Plb.5.98.2 :—[voice] Pass., PTeb.61 (b). 258 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμετρέω
-
124 ἐνιαυσιαῖος
Aκύκλος Jul.Or.4.155b
;χρόνος πμασπ. 159.20
(vi A.D.); ζῴδιον, = ἐνιαυτοῦ κύριον, Balbillus in Cat.Cod.Astr.8(4).240.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιαυσιαῖος
-
125 ἐννεάκυκλος
ἐννεά-κυκλος, ον,A in nine circles, Coluth.214, Nonn.D.4.317.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάκυκλος
-
126 ἐξελίσσω
A unroll, unfold,περιβολὰς σφραγισμάτων E. Hipp. 864
;ταρσούς Aen.Tact.29.8
; : metaph., unfold, θεσπίσματα, λόγον, E.Supp. 141, Ion 397;θεῖον νόμον Porph. Marc.26
;οὐδ' ἄρα [τὸν αἰῶνα] ἐξελίξεις Plot.3.7.6
;προσελθοῦσα ἡ πηλικότης ἐξελίττει εἰς μέγεθος τὴν ὕλην; Id.2.4.9
:—[voice] Pass., ὁ.. κύκλος.. ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν is unrolled so as to form a line, Arist.Mech. 855a29, cf. Pr. 914a30, HeroAut.25.3.2 of any rapid motion, ἴχνος ἐ. ποδός evolve the mazy dance, E.Tr.3;χορείαν Aristid.1.97
J.; ἐ. τινὰ κύκλῳ hunt one round and round, E.HF 977; ἐ. κύκλους περί τινα wheel in circles round him, Hld.5.14; ἐ. τὸν αὑτῆς κύκλον [ἡ σελήνη] Plu.2.368a; of the hare,δρόμον ἐ.
double,Arr.
Cyn.17.3:— [voice] Pass., - ιχθῆναι τοὺς ἑλιγμούς ib.21.3; wheel about,ἐπὶ δεξιά Plu.Cam. 5
, cf. Tim.27: c. acc. loci, τοὺς κόλπους ἐ. follow the windings of the bays, App.BC5.84;ἐ. τὴν τάφρον Plu.Pyrrh.28
.b intr. in [voice] Act., Arr.Cyn.25.2;ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Ael.NA13.14
(also ἐ. ἑαυτόν escape, ib.3.16); of ships,παρὰ τὴν γῆν -ξασαι διέφυγον Plb.1.28.12
, cf. 1.51.11.3 evolve, in [voice] Pass.,ζωὴ ἐξελιττομένη εἰς τέλος Plot.1.4.1
;ὅσα τὰ πολλά, τοσαῦτα τὸ ἕν, ἀφ' οὗ ἐξελίττεται Dam.Pr.4
.II as military term, = ἀναπτύσσειν, extend the front by bringing up the rear men, deploy,τὴν φάλαγγα X.Cyr.8.5.15
, HG4.3.18;ἐξελίττεται ὁ στίχος Id.Lac.11.8
.b countermarch, Ascl.Tact.10.13, etc.c generally, manoeuvre, Arr.Tact.25.6:—[voice] Med. or [voice] Pass., ib.16.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξελίσσω
-
127 ἑλικαυγής
ἑλῐκ-αυγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλικαυγής
-
128 ἑπταμήκης
ἑπτα-μήκης κύκλος, dub. sens. in Call.Iamb.1.126 (cf. D.S.10.6); perh. referring to the Pythagorean harmony of the planetary spheres.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταμήκης
См. также в других словарях:
κύκλος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek
ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… … Dictionary of Greek
Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… … Deutsch Wikipedia
αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα … Dictionary of Greek
γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… … Dictionary of Greek
εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek
επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek